Του Διονύση Χιόνη
Aπό την εφαρμογή και υλοποίηση αυτής της συμφωνίας θα εξαρτηθεί αν η Ελλάδα συνεχίσει να αποτελεί μέλος της ΟΝΕ. Δεδομένης της καχυποψίας που υπάρχει μεταξύ των Eυρωπαίων εταίρων, αλλά και των πολλαπλών αδιεξόδων που έχουν προκύψει από τα προηγούμενα δύο μνημόνια, θα περίμενε κανείς αυτή η συμφωνία να είναι πιο ουσιαστική ως προς τα κριτήρια αξιολόγησης και πιο ρεαλιστική. Αν προσπαθήσουμε να απομονώσουμε μια λέξη που μπορεί να περιγράψει με τον καλύτερο τρόπο τα αιτία της αποτυχίας των δύο προηγούμενων μνημονίων αυτή είναι η λέξη «ρεαλισμός». Στα δύο προηγούμενα μνημόνια, η έλλειψη ρεαλισμού, με την ενσωμάτωση ανέφικτων στόχων, δημιούργησαν εκτός των άλλων ένα κλίμα ρήξης μεταξύ Ελλάδας και δανειστών.
Στην εξεταζόμενη συμφωνία, χαρακτηριστικό παράδειγμα των ανεδαφικών προτάσεων είναι τα έσοδα από τις ιδιωτικοποιήσεις του δημοσίου. Στην πρόσφατη συμφωνία προβλέπονται έσοδα 50 δισ. ευρώ για τα επόμενα τρία χρόνια. Αξίζει να σημειωθεί ότι από το 2011, τα συνολικά έσοδα των ιδιωτικοποιήσεων ανήλθαν σε 3 δισ. ευρώ. Πολλοί από μας διερωτόμαστε ποια είναι αυτά τα περιουσιακά στοιχεία που κοστίζουν 50 δισ. ευρώ. Ακόμα και αν υπήρχαν αυτά τα περιουσιακά στοιχεία, αυτοί που υιοθετούν αυτή την πρόταση αγνοούν (εκούσια ή όχι) την πραγματικότητα και το θεσμικό πλαίσιο ιδιοκτησίας, περιβαλλοντικής συμμόρφωσης, ανάμειξης τοπικών κοινωνιών κ.λπ. Στο ίδιο πλαίσιο κινούνται και οι απαιτήσεις για το συνταξιοδοτικό. Στη νέα συμφωνία υπάρχει η απαίτηση για μείωση του ποσοστού του προϋπολογισμού που πάει στις συντάξεις. Από το 16,5% του ΑΕΠ που είναι περίπου σήμερα, να πάει σε ένα ποσοστό μικρότερο από 15%. Το άμεσο ερώτημα που προκύπτει είναι αν μπορούν να μειωθούν περαιτέρω οι συντάξεις, χωρίς να γνωρίσει η χώρα μια τεράστια κοινωνική και ανθρωπιστική κρίση. Θα μπορούσε βέβαια να μειωθεί το ποσοστό του ΑΕΠ που αναφέρεται στις συντάξεις αν αυξηθεί το ΑΕΠ και τότε μπορεί να παραμείνει ως έχει το ποσό των συντάξεων.
Το άλλο θέμα προκύπτει με την ασάφεια των όρων. Αναφέρομαι για παράδειγμα, στον όρο της συμφωνίας περί αποκομματικοποίησης της δημόσιας διοίκησης. Το πρώτο ερώτημα που προκύπτει είναι πώς μετράται η κομματικοποίηση και πώς η αποκομματικοποίηση. Εδώ, η έννοια της υποκειμενικότητας του κριτηρίου και η ασάφεια παρέχει τη δυνατότητα πολλαπλών αξιολογήσεων και κρίσεων. Σε αυτή την περίπτωση, το ανέφικτο στοιχείο της συμφωνίας συμπλέει με το ασαφές, δίνοντας τη δυνατότητα για αξιολόγηση κατά το δοκούν.
Γίνεται κατανοητό ότι όλα τα παραπάνω παρέχουν τους κατάλληλους βαθμούς ελευθερίας για υποκειμενικές αξιολογήσεις σχετικά με την επίτευξη των κριτηρίων. Τα αποτελέσματα της μελλοντικής αξιολόγησης θα παρακάμπτονται εύκολα ή δύσκολα, ανάλογα με τη συγκυρία. Συγκεκριμένα, αν η εποχή της αξιολόγησης συμπλέει με εξαιρετικές αναπτυξιακές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας, τότε θα ξεπεραστούν με μεγάλη ευκολία τα ασαφή κριτήρια και θα εξασφαλιστεί η ομαλή σύμπλευση με τους Ευρωπαίους εταίρους. Στην περίπτωση όμως της συνέχισης της ύφεσης και του αποπληθωρισμού, τότε τα κριτήρια θα είναι σκληρά. Επομένως, όλα τα κριτήρια της συμφωνίας συγχωνεύονται σε ένα, στην Ανάπτυξη.
Πηγή: mignatiou.com
Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies, για την συλλογή στατιστικών στοιχείων και την διασφάλιση της καλύτερης εμπειρίας σας.
Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τη χρήση των cookies. Tι είναι τα Cookies;