Οι νίκες αναδεικνύουν τα θετικά και οι ήττες φωτίζουν τα λάθη. Αυτός είναι ο νόμος στη ζωή, φυσικά και στο ποδόσφαιρο. Στον κρίσιμο και ιστορικό αγώνα της εθνικής μας με την Κόστα Ρίκα γίνανε και τα δύο: Και λάθη και καλές κινήσεις. Είχαμε και μεγαλειώδεις στιγμές, αλλά και δραματικές επιλογές. Οφείλουμε να τις δούμε όλες με ψυχραιμία. Ο αποκλεισμός μας είναι όμως εκείνος, που κρίνει την εξέλιξη των πραγμάτων. Χωρίς να πετάμε τίποτα από μια επιτυχημένη παρουσία – γιατί ήταν πράγματι επιτυχημένη η πορεία μας στο μουντιάλ – είναι λογικό να σταθούμε στις αδυναμίες, όπως κατεγράφησαν σε όλα, και στα 4 παιχνίδια μας στην Βραζιλία, φυσικά ιδιαίτερα στο τελευταίο.
Ίσως να μην ήταν τόσο βασανιστική η συζήτηση αυτή για τα λάθη και τις αστοχίες εάν δεν το έφερνε η μοίρα να αποκλειστούμε από μια μεσαία ομάδα, που ήταν στα μέτρα μας. Εάν αποκλειόμαστε από την Αργεντινή ή τη Γερμανία, μάλλον δεν θα ήταν τόσο σκληρό το «γιατί» χάσαμε μια ιστορική ευκαιρία.
Πολλά πράγματα επίσης μας πήγαν στραβά, έτσι κι αλλιώς, χωρίς να υπάρχει φταίξιμο σώνει και καλά.
Λάθος λάθος, η επιλογή του ρόστερ. Ήταν φανερό εξ αρχής ότι ο Σάντος δεν ήθελε να αλλάξει πολλά πράγματα στην εθνική των τελευταίων ετών. Πήρε μαζί του νέα παιδιά, αλλά όμως επέμενε και σε δύο κατηγορίες παικτών, κακώς όπως φάνηκε: Μεγάλους σε ηλικία και παίκτες που δεν είχαν γεμάτη χρονιά. Η εθνική μας ήταν από τις ομάδες με πολύ μεγάλο μέσο όρο ηλικίας και αυτό ήταν σοβαρό μειονέκτημα στα γήπεδα της Βραζιλίας τέτοια εποχή και τέτοιες ώρες που γίνονταν οι αγώνες. Είναι προφανές ότι ούτε ο Καραγκούνης μπορεί να παίζει στα 37 του επί 120’, ούτε ο Κατσουράνης, ούτε ο Γκέκας να είναι πυλώνες σε μία ομάδα που θέλει να φτάσει ψηλά. Παίκτες χωρίς πολλούς αγώνες επίσης πήρε αρκετούς, ενώ ήταν σίγουρο ότι δεν θα τους χρησιμοποιήσει, όπως τον Τζιόλη.
Λάθος δεύτερο από τον Σάντος, η διαχείριση του ρόστερ. Το πρόβλημα της εθνικής μας ήταν ανέκαθεν η δημιουργία. Όχι όμως απλά η μη ύπαρξη πολλών ταλαντούχων παικτών για να παράγουν φάσεις, αλλά και η φιλοσοφία της, που κατά βάση είναι αμυντική. Ο Σάντος δεν λειτούργησε δυναμικά στον τομέα αυτό. Δεν άλλαξε στο παραμικρό τη φιλοσοφία Ρεχάγκελ, παρότι το υλικό είναι ίσως ποιοτικά καλύτερο από εκείνο του 2004. Δεν έδωσε ευκαιρίες σε δημιουργικούς παίκτες, όπως τον Φετφαζίδη ή τον Χριστοδουλόπουλο, παρά μόνο όταν βρέθηκε σε δύσκολη θέση. Ακόμη και τον Σάμαρη – ανεξαρτήτως που είναι αμυντικό χαφ – από τύχη τον αξιοποίησε. Κι όμως φάνηκε ότι η ομάδα θα μπορούσε να αποδώσει καλύτερο ποδόσφαιρο, αν είχε έγκαιρα μάθει να το κάνει. Πιθανόν ο Σάντος προετοίμασε την εθνική για να αντιμετωπίσει μεγαθήρια, άρα έπρεπε να μάθει να αμύνεται και ό,τι βγει μπροστά, αλλά τελικά την πάτησε από ομάδα που παίζει σαν εμάς (!) και άρα χρειαζόταν άλλη συνταγή, πιο επιθετικού ποδοσφαίρου.
Τρίτον, έκανε σημαντικά λάθη τακτικής στον αγώνα με την Κόστα Ρίκα. Μετά το γκολ η ομάδα κόπηκε στα δύο έχοντας 4 επιθετικούς, 4 αμυντικούς και μόλις δύο μέσους για να συνδέουν τους προηγούμενους. Μέχρι το γκολ του Παπασταθόπουλου έμοιαζε αδύνατο να φτάσουμε στην περιοχή με αξιώσεις και με οργανωμένη επίθεση. Η ομάδα δεν ήταν προετοιμασμένη γα το τι θα κάνει εάν δεχόταν πρώτη γκολ. Και έδειξε να αιφνιδιάζεται και να μην μπορεί αν διαχειριστεί την κατάσταση. Ενώ χρειαζόταν δημιουργικούς χαφ για να πάνε την μπάλα στην αντίπαλη περιοχή, εκείνος έβαζε επιθετικούς, που έμεναν απομονωμένοι.
Τέταρτο λάθος από τον Σάντος ήταν ότι άφησε την ομάδα έρμαιο εξωγενών παραγόντων. Από το ότι δεν αντιμετώπισε δραστικά το κακό κλίμα μεταξύ Κατσουράνη και Μανιάτη, έως και τη διαχείριση του προβλήματος που προέκυψε με τον Κατσουράνη, μετά το ματς με την Ιαπωνία. Είναι ενδεικτικό ότι μετά το γκολ της Κόστα Ρίκα δεν έχει το καθαρό μυαλό να βάλει έναν δημιουργικό χαφ ώστε να τροφοδοτούνται οι επιθετικοί ορθολογικά και όχι με μακρινές μπαλιές. Εκεί θα έπρεπε να βάλει ή τον Κατσουράνη ή κάποιον άλλο χαφ, όχι όμως δύο σέντερ φορ. Αλλά και όταν έβαλε τον Κατσουράνη προφανώς θα έπρεπε να βγάλει τον κουρασμένο Καραγκούνη, αλλά επηρεασμένος από τη δημόσια συζήτηση που είχε προηγηθεί δεν ήθελε να κινηθεί κι αυτός στο μοτίβο «Καραγκούνης ή Κατσουράνης».
Πέμπτη αιτία ήταν το γεγονός ότι πολλά πράγματα δεν πήγαν καλά για την εθνική μας όλη τη χρονιά, με κυριότερο τον τραυματισμό του Μήτρογλου. Ανεξαρτήτως εάν έκανε καλά που τον πήρε ο Σάντος είναι φανερό ότι ο παλιός γνωστός Μήτρογλου έλειψε από την ομάδα – απεδείχθη όταν έχασε το τετ α τετ στο τέλος της παράτασης. Και μία ομάδα σαν την εθνική Ελλάδας εν έχει την πολυτέλεια να βρίσκεται εφάμιλλα ταλέντα, όπως για παράδειγμα η Κολομβία, που έχασε μεν τον Φαλκάο αλλά εξακολουθεί να βάζει γκολ με το τσουβάλι.
Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies, για την συλλογή στατιστικών στοιχείων και την διασφάλιση της καλύτερης εμπειρίας σας.
Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τη χρήση των cookies. Tι είναι τα Cookies;