Μελέτη δημιουργήθηκε από το Κέντρο Μελετών & Τεκμηρίωσης (ΚΕΜΕΤΕ) της ΟΛΜΕ,για την τεκμηρίωση του αιτήματος του κλάδου για λειτουργία των σχολείων με 15 μαθητές ανά τμήμα κατ’ ανώτατο όριο σε συνθήκες πανδημίας.
Μετά την απόφαση για επαναλειτουργία της δια ζώσης εκπαιδευτικής διαδικασίας στα γυμνάσια και τα λύκεια γενικής εκπαίδευσης (από την οποία έχουν εξαιρεθεί οι σχολικές μονάδες των «κόκκινων περιοχών»), ξαναδημοσιεύουμε τη μελέτη που διενεργήθηκε από το Κέντρο Μελετών & Τεκμηρίωσης (ΚΕΜΕΤΕ) της ΟΛΜΕ, με θέμα «Τεκμηρίωση του αιτήματος του κλάδου για λειτουργία των σχολείων με 15 μαθητές ανά τμήμα κατ’ ανώτατο όριο σε συνθήκες πανδημίας».
Η ΟΛΜΕ και σε αυτήν τη φάση επισημαίνει την απουσία μέτρων ασφαλούς λειτουργίας των σχολείων, και κυριότατα τη μείωση του αριθμού των μαθητών/τριών ανά τμήμα. Ήδη μετά από δύο εβδομάδες λειτουργίας των δημοτικών σχολείων και μίας εβδομάδας λειτουργίας γυμνασίων τα τμήματα και σχολεία που τέθηκαν σε αναστολή λειτουργίας σύμφωνα με τα στοιχεία του ΥΠΑΙΘ στις 09 Φεβρουαρίου έχουν ως εξής:
Επιπλέον, τα επιδημιολογικά δεδομένα δείχνουν αλματώδη αύξηση των κρουσμάτων σε παιδιά ηλικίας 1-17 ετών.
Ειδικότερα στις 12 Φεβρουαρίου και μέσα σε μια εβδομάδα τα κρούσματα από 9.977 αυξήθηκαν στα 11.248 (+1.271), με τις ηλικίες 1-17 να αποτελούν το 6.8% των κρουσμάτων.
Τα στοιχεία της έρευνας του ΚΕ.ΜΕ.ΤΕ. που εκπονήθηκε κατά την περίοδο Σεπτέμβρη-Οκτώβρη 2020 αποδεικνύουν την υπερσυγκέντρωση μαθητών/τριών στα σχολικά τμήματα, και μάλιστα ιδιαίτερα στις περιοχές με υψηλή διασπορά του ιού, καθώς και τη δυνατότητα σχετικής μείωσης του αριθμού των μαθητών/τριών ανά τμήμα ακόμα και με την αξιοποίηση μόνο των υπαρχουσών κενών σχολικών αιθουσών στις λειτουργούσες σχολικές μονάδες.
Τόσο τα επιδημιολογικά στοιχεία όσο και η υπερσυγκέντρωση μαθητών/τριών στην συντριπτική πλειοψηφία των τμημάτων της επικράτειας αποδεικνύουν ότι οι αποφάσεις για επαναλειτουργία των σχολείων πρέπει να συνοδεύονται από μέτρα αραίωσης των μαθητών/τριών στα τμήματα.
Στην έρευνά αυτή, λάβαμε σοβαρά υπόψη τις επιπτώσεις της αναστολής λειτουργίας των σχολείων στα παιδιά, τα οποία, κατά τις εκτιμήσεις διεθνών οργανισμών, όπως η UNICEF, είναι τα «κρυμμένα θύματα της πανδημίας». Η τηλεκπαίδευση, μπορεί να επιλέγεται μεν ως ύστατο μέτρο όταν πλέον η αναστολή λειτουργίας τμημάτων ή σχολικών μονάδων είναι σύμφωνα με τους επιδημιολόγους αναπόδραστη, ή για τις περιπτώσεις παιδιών που ανήκουν σε ευπαθείς ομάδες.
Είναι ωστόσο επικίνδυνο να χρησιμοποιείται ως υποκατάστατο της δια ζώσης διδασκαλίας. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις αυτές, η αναστολή της δια ζώσης εκπαιδευτικής διαδικασίας και της καθημερινής παρουσίας των παιδιών στο σχολείο, και η εκτεταμένη χρήση της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης έχει σοβαρές εκπαιδευτικές, ψυχοκοινωνικές και βιοτικές συνέπειες, καθώς:
Τα προβλήματα που δημιουργούνται από την αναστολή της λειτουργίας των σχολείων ενισχύουν τη θέση μας ότι είναι επιτακτική ανάγκη οι σχολικές μονάδες να συνεχίσουν να λειτουργούν, με τους μέγιστους όρους ασφάλειας για μαθητές και εκπαιδευτικούς. Για να γίνει όμως αυτό είναι απαραίτητο να ληφθούν κομβικά και καίριας σημασίας μέτρα και σύμφωνα με τους ειδικούς, η μάσκα ως μοναδικό μέτρο υγειονομικής προστασίας δεν επαρκεί, αν δεν συνδυάζεται με επαναλαμβανόμενα δωρεάν τεστ και αν δε συνοδεύεται με λήψη μέτρων που οδηγούν στην τήρηση αποστάσεων και την αποφυγή συνωστισμού εντός της σχολικής τάξης.
Η ικανοποίηση του αιτήματος της ΟΛΜΕ για μείωση του αριθμού των παιδιών μέσα στις αίθουσες σε 15 μαθητές/τριες κατ’ ανώτατο όριο, μπορεί να περιορίσει σημαντικά (κατά 50%, σύμφωνα με έρευνα του Τμήματος Περιβαλλοντικής Μηχανικής του ΑΠΘ) τους δείκτες μετάδοσης του ιού, τόσο στη σχολική κοινότητα, όσο και στην ευρύτερη τοπική κοινότητα, μειώνοντας τις πιθανότητες να εμφανιστεί πάλι η ανάγκη αναστολής της λειτουργίας των σχολικών μονάδων.
Τα πρώτα στοιχεία της έρευνας του ΚΕΜΕΤΕ, το πρώτο στάδιο της οποίας διεξήχθη με τη μέθοδο συμπλήρωσης ερωτηματολογίων που εστάλησαν σε σχολεία της χώρας, συνάγονται με βάση τις απαντήσεις που αφορούν ποσοστό 19% επί του συνόλου του μαθητικού δυναμικού σε όλη την Ελλάδα και 25% επί του συνόλου του μαθητικού δυναμικού στην Αττική.
Σύμφωνα με αυτά, δεν ευσταθεί και είναι αίολο καταρχάς το στοιχείο ότι ο μέσος αριθμός μαθητών ανά τμήμα σε όλη την Ελλάδα είναι 17, με το οποίο το υπουργείο Παιδείας ενημέρωσε την κοινή γνώμη, γιατί χρησιμοποίησε στατιστικά αποτελέσματα τα οποία διαστρεβλώνουν την πραγματικότητα.
Η πραγματική εικόνα της κατάστασης της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης δεν απεικονίζεται από τον μέσο όρο των 17 μαθητών, αλλά από τη διάμεσο (αυτή που είναι μεγαλύτερη ή ίση από το 50% των παρατηρήσεων και μικρότερη ή ίση από το υπόλοιπο 50%) που είναι 22 μαθητές. Τα πρώτα αποτελέσματα μας δείχνουν ότι πάνω από 9 στους 10 μαθητές συνωστίζονται σε πολυπληθή ή υπερμεγέθη τμήματα όπου είναι αδύνατον να τηρηθούν οι απαραίτητες αποστάσεις μεταξύ μαθητών και εκπαιδευτικών. Συγκεκριμένα:
Από την συνολική εικόνα που μας δίνουν τα παραπάνω στοιχεία, το 96% των μαθητών πανελλαδικά φοιτούν σε τμήματα με πάνω από 17 μαθητές, ενώ στην Αττική το αντίστοιχο ποσοστό είναι 99%.
Πολύ μακριά από την πραγματικότητα, επίσης, είναι και το στοιχείο που δόθηκε στη δημοσιότητα με δηλώσεις υψηλόβαθμων στελεχών του υπουργείου Παιδείας ότι η μείωση του ανώτατου αριθμού μαθητών ανά τμήμα θα είχε ημερήσιο κόστος 10.000.000€, αφού με βάση τα ως τώρα στοιχεία της έρευνάς μας, το κόστος αυτό φαίνεται να είναι πολύ μικρότερο. Συγκεκριμένα, κυμαίνεται μεταξύ 700.000 με 800.000€ , ποσό που βρίσκεται πολύ πιο κοντά στην πραγματικότητα από το ποσό των 10.000.000€. Μάλιστα, το ετήσιο κόστος που προκύπτει αναλογικά, δεν ξεπερνά τα 220.000.000€ για πλήρη λειτουργία των σχολείων (Σεπτέμβριος έως και Ιούνιος).
Όσον αφορά στο επιχείρημα του υπουργείου Παιδείας ότι δεν υπάρχουν κενές αίθουσες στις λειτουργούσες σχολικές μονάδες ούτε κενά σχολικά κτίρια, έχουμε να παρατηρήσουμε ότι:
Συμπερασματικά, αν το ΥΠΑΙΘ είχε εκπονήσει ένα σχέδιο ώστε να αξιοποιήσει και μόνο τις κενές αίθουσες που υπάρχουν στα σχολεία, 4 στους 10 μαθητές δε θα φοιτούσαν πλέον σε πολυπληθή και κυρίως σε υπερμεγέθη τμήματα. Μια τέτοια λύση, αν είχε δρομολογηθεί νωρίς, θα μπορούσε να αποτελέσει το πρώτο μέρος μιας ευρύτερης διαδικασίας που θα είχε σαν στόχο το όριο των 15 μαθητών ανά τμήμα για μεγαλύτερη υγειονομική ασφάλεια για τη σχολική κοινότητα και κατ’ επέκταση και για την κοινωνία στο σύνολό της. Επίσης, θα μείωνε σημαντικά τις πιθανότητες μιας εκ νέου αναστολής της λειτουργίας των σχολείων και των επιπτώσεών της στον μαθητικό πληθυσμό.
2020.0206.-Δελτίο-Τύπου-επικαιροποιημένο-13
Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies, για την συλλογή στατιστικών στοιχείων και την διασφάλιση της καλύτερης εμπειρίας σας.
Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τη χρήση των cookies. Tι είναι τα Cookies;