Κάθε λαός, κάθε κράτος, κάθε έθνος επιδιώκει να αναδείξει τα συγκριτικά του πλεονεκτήματα και να προστατεύσει τις ιδιαιτερότητες, που το καθιστούν ξεχωριστό, ώστε να κατακτήσει τη θέση που του αξίζει στο διεθνές περιβάλλον.
Η Ελλάδα τη θέση αυτή την κατοχύρωσε επί μακρόν λόγω της ιστορίας και του πολιτισμού της και την επικαιροποίησε σε διάφορες στιγμές της σύγχρονης περιόδου χάρη σε επιτεύγματα που πέτυχε ο λαός της, η ηγεσία της ή ξεχωριστοί Έλληνες του πνεύματος, της τέχνης, της αγοράς, της πολιτικής που διακρίθηκαν σε όλο τον κόσμο. Αυτή η επιτυχία υπήρξε πάντα αποτέλεσμα μιας απίστευτης δύναμης που ξεπηδούσε μέσα από την ψυχική δύναμη, την εθνική αυτοπεποίθηση και την ικανότητα πολλών Ελλήνων να διακρίνονται σε διάφορα πεδία κυρίως όμως εκτός Ελλάδας.
Τα τελευταία χρόνια αυτή η αυτοπεποίθηση δείχνει να έχει χαθεί. Σε όλους τους τομείς επιβλήθηκε μια δικτατορία των μετριοτήτων η οποία συντηρείται και αναπαράγεται από τα ΜΜΕ και το σύστημα εξουσίας. Δεν υπάρχουν πλέον πολιτικοί να εμπνέουν, καλλιτέχνες να κερδίζουν το θαυμασμό, πνευματικοί ηγέτες να αφυπνίζουν, δημοσιογράφοι να υπηρετούν ελεύθερα την αλήθεια χωρίς σκοπιμότητες και συμφέροντα, επιχειρηματίες να ξεχωρίζουν εξαιτίας της δημιουργικότητας και όχι εξαιτίας της διαπλοκής τους…. Για την ακρίβεια όχι δεν υπάρχουν, αλλά δεν αναδεικνύονται ως θετικά πρότυπα. Αντίθετα, πολεμιούνται μέχρι παντελούς εξολόθρευσης για να μην αμφισβητήσουν ή κλονίσουν το κατεστημένο σύστημα “κληρονομικής δημοκρατίας” ή “προστατευμένης και αναπαραγόμενης μετριοκρατίας”. Οι καλύτεροι φεύγουν στο εξωτερικό για να διασωθούν, με συνέπεια η Ελλάδα να αιμορραγεί σε ταλέντα.
Την ώρα λοιπόν που στο εσωτερικό κυριαρχεί η μιζέρια και ο συμπλεγματισμός ο οικουμενικός Ελληνισμός διαπρέπει αποδεικνύοντας ότι η Ελλάς που ως κράτος δεν τα πάει καθόλου καλά τα τελευταία χρόνια, ως έθνος την ίδια περίοδο ξεχωρίζει διεθνώς.
Τα ερωτήματα λοιπόν που τίθενται είναι:
Πώς θα καταφέρουμε το κράτος μας να παρακολουθήσει το βηματισμό του έθνους μας;
Πώς μπορούμε να αξιοποιήσουμε τις διακεκριμένες μονάδες των Ελλήνων του εξωτερικού;
Πώς θα αναβαθμιστεί ποιοτικά η πολιτική μας ηγεσία και τα πολιτικά μας κόμματα;
Πώς θα ανοίξουν οι ευκαιρίες στις υγιείς δυνάμεις της αγοράς και θα δημιουργηθεί ένα κινητροδοτικό επιχειρηματικό περιβάλλον;
Είναι πολλά τα ερωτήματα που ζητούν απάντηση. Για να βρούμε τις απαντήσεις οφείλουμε να ξαναβουτήξουμε βαθιά στις αξίες του πολιτισμού μας με όχημα την ελληνική γλώσσα. Τη γλώσσα του Ομήρου και του Περικλή, τη γλώσσα του Ευαγγελίου και των ποιητών, τη γλώσσα της ιστορίας και της επιστήμης, της δημοκρατίας, της φιλοσοφίας και του ανθρωποκεντρικού πολιτισμού, τη γλώσσα που η σύγχρονη ηγεσία μας την περιφρόνησε από κόμπλεξ τα τελευταία χρόνια, εγκαταλείποντάς τη στα διεθνή fora, προκειμένου να κάνει επίδειξη γλωσσομάθειας για εσωτερική κυρίως κατανάλωση. Φτάσαμε σε σημείο Υπουργοί και πρωθυπουργοί να διακρίνονται για τις επιδόσεις τους στην αγγλική έχοντας ξεχάσει να μιλούν την ελληνική, την ώρα μάλιστα που στο παρελθόν οι κυβερνήσεις Καραμανλή έδιναν διπλωματικές μάχες στην Ευρώπη για να καθιερώσουν τα Ελληνικά ως επίσημη γλώσσα της Ένωσης ή άλλα κράτη όπως η Γαλλία προχωρούσαν στη διπλωματία της γλώσσας δημιουργώντας τη Γαλλοφωνία.
Η ελληνική γλώσσα περικλείει αμετάφραστες έννοιες, που συμπυκνώνουν τη δύναμη της εθνικής πολιτιστικής μας συνείδησης και του εθνικού μας χαρακτήρα. Λέξεις κλειδιά που κλείνουν μέσα τους απίστευτη ενέργεια η οποία μπορεί να ξαναχαλυβδώσει την εθνική αυτοπεποίθηση, να εμπνεύσει και να κινητοποιήσει το δημιουργικό χαρακτήρα, το δαιμόνιο και τις αρετές του σύγχρονου Έλληνα. Φιλότιμο, αρετή, δημοκρατία, αρμονία, ….
Μόνο μέσα από το αξιακό περιεχόμενο των λέξεων μπορεί να ξαναχτιστούν εθνικές πολιτικές σε όλους τους τομείς, που θα εμπνεύσουν και θα κινητοποιήσουν τους Έλληνες.
Όλα είναι θέμα παιδείας, γιατί αυτή είναι η βάση και το στέρεο θεμέλιο πάνω στο οποίο πρέπει να ξαναχτίσουμε την Ελλάδα. Μέσα από την παιδεία θα αλλάξουμε τη νοοτροπία, θα επαναπροσανατολίσουμε τη νέα γενιά, θα διασφαλίσουμε την αξιοσύνη και την αποτελεσματικότητα ως κριτήρια εξέλιξης, θα αντικαταστήσουμε την εικόνα με την ουσία.
Η αναβάθμιση του επιπέδου της πολιτικής μπορεί να ξεκινήσει μόνο από κάτω προς τα πάνω. Η διεύρυνση του εκλογικού σώματος με την ψήφο των ομογενών, οι οποίοι θα επιλέγουν όχι με “ρουσφετολογικά” κριτήρια , αλλά αξιολογώντας ποιο κόμμα ή ποιος πολιτικός ενισχύει με τις πράξεις του τη δημόσια και διεθνή εικόνα της χώρας, αλλάζει τα δεδομένα. Προτάσσει την ποιότητα και την αποτελεσματικότητα ως κριτήριο των πολιτών και εξυψώνει τα κριτήρια της πολιτικής επιλογής.
Η διαδεδομένη χρήση των νέων τεχνολογιών επανεντάσσει μέσω της τηλε-εργασίας τις διεθνείς δυνάμεις του Ελληνισμού στην εσωτερική αγορά και κρατά στον τόπο μας άλλους που μπορούν χωρίς να μεταναστεύσουν να εργάζονται στη διεθνή αγορά από το σπίτι τους, μεταλάσσοντας αξιόλογες τοπικές επιχειρήσεις σε ελληνικές πολυεθνικές, εφόσον με τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες τους μπορούν να εξυπηρετήσουν διεθνή δίκτυα.
Όλες αυτές οι μεταβολές απαιτούν όμως τολμηρές πολιτικές αποφάσεις από πολιτικούς και κόμματα, που θα αισθάνονται ελληνικά και θα δρουν διεθνώς, πολλαπλασιάζοντας τις συμμαχίες της χώρας. Πολιτικούς που θα νοιάζονται πρωτίστως για το λαό, που τους εμπιστεύτηκε και δευτερευόντως για την πάρτη τους.
Πολιτικούς που στο δημόσιο λόγο τους θα αισθάνονται, θα σκέφτονται και θα μιλούν ελληνικά, αναφερόμενοι όχι μόνο στους επαίνους των δανειστών, όπως γίνεται συνήθως τα τελευταία χρόνια, αλλά στους Έλληνες πολίτες που τους εμπιστεύθηκαν το μέλλον τους. Όταν η ηγεσία μας ξαναρχίσει να αναφέρεται στο λαό μας, τότε θα έχουμε αρχίσει να ξαναβρίσκουμε το βηματισμό μας προς το μέλλον.
Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies, για την συλλογή στατιστικών στοιχείων και την διασφάλιση της καλύτερης εμπειρίας σας.
Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τη χρήση των cookies. Tι είναι τα Cookies;