Στη δίνη της πολιτικής κρίσης στροβιλίζεται η τουρκική οικονομία που απειλείται από τις ρωγμές στην εικόνα του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Ο πρωθυπουργός της Τουρκίας, ο οποίος μέχρι σήμερα αποτελούσε τον βασικό πυλώνα εμπιστοσύνης για τα ξένα κεφάλαια που λειτούργησαν ως η ατμομηχανή της ανάπτυξης της τουρκικής οικονομίας, χάνει αυτή την ιδιότητα.
Η πιο σημαντική χώρα της Μέσης Ανατολής έχει χάσει την ισορροπία της. Η τουρκική οικονομία έχει περάσει και χειρότερα αντέχοντας επί τρεις δεκαετίες, έως το 2004, με διψήφιο πληθωρισμό. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια ο ετήσιος ρυθμός πληθωρισμού έχει τρέξει σε ένα ανησυχητικά υψηλό ποσοστό του 7,8%. Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών ήταν κατά μέσο όρο 7,3% του ΑΕΠ κατά την ίδια περίοδο. Η δημοτικότητα του Ερντογάν αποτελούσε πόλο έλξης για τους επενδυτές που ήταν πρόθυμοι να παραβλέψουν την εκτεταμένη διαφθορά και την ασταθή εξωτερική πολιτική. Τώρα όμως το κυβερνών κόμμα AKP είναι σε διάσπαση. Ακόμη χειρότερα, η χώρα έχει βρεθεί να εξαρτάται από την άστατη πρόθεση των διεθνών επενδυτών να χρηματοδοτήσουν το μεγαλύτερο μέρος του ελλείμματος.
Στα χρηματιστήρια της Τουρκίας επικρατεί σχεδόν η συναίνεση ότι τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια θα έπρεπε να είναι πολύ υψηλότερα, κατά τουλάχιστον 3-4 ποσοστιαίες μονάδες, ισχυρίζονται κάποιοι χρηματιστές, προκειμένου να αμβλυνθεί η πίεση προς το νόμισμα της χώρας. Η κεντρική τράπεζα, ωστόσο, εμφανίζεται απρόθυμη να αυξήσει το βασικό επιτόκιο, υπό τον φόβο ότι θα επιβράδυνε την ανάπτυξη εν όψει των δημοτικών και προεδρικών εκλογών.
Κατά πάσα πιθανότητα, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, με τις όποιες υποχωρήσεις, παραχωρήσεις και συμβιβασμούς, θα παραμείνει στην εξουσία. Οι διεθνείς επενδυτές όμως ίσως δεν περιμένουν πολύ για να το μάθουν. Από τον περασμένο Μάιο, ύστερα και από τα γεγονότα στο πάρκο Γκεζί, η αξία των επενδύσεων σε μετοχές τους έχει μειωθεί κατά 33%. Το νόμισμα της Τουρκίας έχει πέσει 18% έναντι του δολαρίου, παρά το γεγονός ότι η κεντρική τράπεζα έχει αγοράσει λίρες. Μια ισχυρή και ενιαία κυβέρνηση θα μπορούσε να διαχειριστεί τις δυσκολίες, ακόμη και να αντέξει μια οικονομική ύφεση, σχολίαζε το Reuters. Εάν δεν υπάρχει μια τέτοια κυβέρνηση, τα προβλήματα της Τουρκίας θα μπορούσαν γρήγορα να διογκωθούν και να πνίξουν την ανάπτυξη των τελευταίων ετών.
Σύσσωμο το επιτελείο της τουρκικής κυβέρνησης προσπαθεί να υποβαθμίσει τις επιπτώσεις από το σκάνδαλο. Απευθυνόμενος σε επιχειρηματική συνάντηση στην Αγκυρα, ο Μπαμπατζάν σημείωσε ότι θεωρεί ότι και η πίεση επί των επιτοκίων θα υποχωρήσει πολύ σύντομα. «Ο αντίκτυπος του σκανδάλου αρχίζει ήδη να ξεθωριάζει. Εκτιμώ ότι τις επόμενες μέρες θα επιστρέψουν στις τουρκικές αγορές 427.000.000 από τα 764.000.000 δολάρια που έφυγαν με το ξέσπασμα του σκανδάλου» είπε. Ο ίδιος υποστήριξε μάλιστα ότι η Halkbank, ο γενικός διευθυντής της οποίας κρατείται στο πλαίσιο της έρευνας για τη διαφορά, έγινε στόχος γιατί ήταν η μόνη τράπεζα που μπορούσε να συναλλάσσεται με το Ιράν, «καθώς διέθετε αξιοπιστία τόσο στο Ιράν όσο και στις ΗΠΑ».
Οι επιχειρηματίες όμως έχουν αντίθετη άποψη και εκφράζουν ανοιχτά τους φόβους τους για την επόμενη μέρα. Ο πρόεδρος της Ενωσης Τούρκων Βιομηχάνων και Επιχειρηματιών (TUSIAD) Μουχαρέμ Γιλμάζ θεωρεί ότι η καθυστέρηση βασικών μεταρρυθμίσεων οδήγησε στην κρίση που ακολούθησε τις επιχειρήσεις της 17ης Δεκεμβρίου. «Η Τουρκία έκλεινε τα αυτιά της στις εκθέσεις της Ε.Ε., όπου τονίζονταν πάντα τα θέματα της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης, του κράτους δικαίου και της καταπολέμησης της διαφθοράς» λέει στην τουρκική εφημερίδα «Milliyet» ο Γιλμάζ. O πρόεδρος της ισχυρής αυτής επαγγελματικής οργάνωσης δηλώνει ότι τα γεγονότα της 17ης Δεκεμβρίου ήταν «προειδοποίηση» και υπενθυμίζει ότι «η οικονομική ανάπτυξη δεν θα μπορέσει να προχωρήσει χωρίς τη δημοκρατική ανάπτυξη», όπως λέει χαρακτηριστικά. «Περιμέναμε ένα νέο Σύνταγμα. Επιμέναμε σε αυτό. Προσπαθήσαμε να διατηρήσουμε ζωντανή τη δυναμική των μεταρρυθμίσεων. Ομως, δυστυχώς, η προεργασία για το νέο Σύνταγμα δεν ολοκληρώθηκε και έμεινε αδύναμο το πακέτο εκδημοκρατισμού. Δεν μπορέσαμε να αναζωογονήσουμε τη διάθεση για τις μεταρρυθμίσεις».
Τα απόνερα της κρίσης και μάλιστα με σημαντικές επιπτώσεις δέχονται και οι Ελληνες επενδυτές, που έχουν τοποθετηθεί στην Τουρκία με περίπου 6,6 δισ. δολ. Οι βασικοί τομείς δραστηριοποίησης των ελληνικών εταιριών είναι οι τράπεζες, τα τρόφιμα και η ενέργεια, ενώ από τις περίπου 500 επιχειρήσεις οι 250 εδρεύουν στην Κωνσταντινούπολη.
Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies, για την συλλογή στατιστικών στοιχείων και την διασφάλιση της καλύτερης εμπειρίας σας.
Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τη χρήση των cookies. Tι είναι τα Cookies;