Οταν ο κόσμος είδε το πρώτο, αυθεντικό, «Τζουράσικ Παρκ» το 1993 έμεινε με το στόμα ανοιχτό, περίπου όπως και οι πρωταγωνιστές της ταινίας στη σκηνή που κάνουν την πρώτη βόλτα τους στο πάρκο. Ηταν ένα ακόμη θαύμα του Στίβεν Σπίλμπεργκ: χάρη στην ψηφιακή τεχνολογία που για πρώτη φορά στην κινηματογραφική ιστορία χρησιμοποιήθηκε τόσο εκτεταμένα, ο τυραννόσαυρος Ρεξ, οι τρικεράτοπες, οι διπλόδοκοι και όλα τα υπόλοιπα προϊστορικά θηρία ζωντάνεψαν με κάθε αληθοφάνεια επί της οθόνης. Είκοσι δύο χρόνια μετά, ένα ακόμη φιλμ, το «Jurassic World», το τέταρτο κατά σειρά του franchise, είναι βέβαιο πως δεν θα προκαλέσει το ίδιο αποτέλεσμα. Ο κόσμος πια δεν εντυπωσιάζεται ακόμη και με τα τελειότερα ειδικά εφέ (και το «Jurassic World» διαθέτει τέτοια)· είναι απόλυτα κορεσμένος.
Το καινούργιο φιλμ ωστόσο του Κόλιν Τρέβοροου, που κυκλοφορεί ήδη στις αίθουσες, δεν είναι καθόλου κακό. Δίπλα στην καταιγιστική δράση παραθέτει το χιούμορ, ακόμη και τον αυτοσαρκασμό κι έτσι, χωρίς να πάρει τον εαυτό του πολύ στα σοβαρά, καταλήγει σε μια περιπέτεια φαντασίας, ανάλαφρη και διασκεδαστική, ό,τι πρέπει για ένα ξένοιαστο καλοκαιρινό δίωρο.
Να τα πάρουμε με τη σειρά: σύμφωνα με το σενάριο της ταινίας, το πάρκο που είχε οραματιστεί ο Τζον Χάμοντ στη νήσο Νουμπλάρ βρίσκεται τώρα σε πλήρη λειτουργία. Προκειμένου να κρατήσουν ζωντανό το ενδιαφέρον των επισκεπτών-καταναλωτών, οι υπεύθυνοι του πάρκου δημιουργούν συνεχώς δεινόσαυρους με νέα, πιο εντυπωσιακά χαρακτηριστικά μέσα από γενετικές τροποποιήσεις και συνδυασμούς. Ενας εξ αυτών, ο πιο επικίνδυνος προφανώς, θα ξεφύγει από τον έλεγχο με αποτέλεσμα να αρχίσει να σπέρνει τον πανικό και τον θάνατο ανάμεσα σε ζώα και ανθρώπους.
Προβλεπόμενα όλα αυτά θα πει κανείς, όμως είναι η εκτέλεση που μετράει. Η ταινία γενικά παίρνει τον χρόνο της: ο «καιρός της ειρήνης» είναι αρκετός ώστε να γνωρίσουμε τους χαρακτήρες και να προετοιμαστούμε για τη συνέχεια, γεγονός καθόλου δεδομένο για τέτοιου είδους περιπέτειες. Το σενάριο επίσης έχει μια στοιχειώδη ισορροπία· δεν εκτείνεται αναίτια, όπως συμβαίνει στο δεύτερο φιλμ, για παράδειγμα (για να μη μιλήσουμε για το ανεκδιήγητο τρίτο). Ταυτόχρονα οι αρκετές χιουμοριστικές στιγμές, σε συνδυασμό με τη νοσταλγική για την πρώτη ταινία διάθεση –σε μια σκηνή μάλιστα αναφέρεται πως εκείνο το πάρκο ήταν πραγματικά «κουλ»– λειτουργούν ευεργετικά ώστε να συνδέσουν τον θεατή με γνώριμες εικόνες και συναισθήματα.
Από το «Jurassic World» δεν λείπουν και τα (έστω στοιχειώδη) σχόλια και οι προβληματισμοί. Το «παιχνίδι» με το DNA, η ανθρώπινη αλαζονεία, το άκρατο καταναλωτικό μοντέλο αλλά και ο μιλιταρισμός, είναι μερικά από όσα βρίσκουν χώρο στις παρυφές της δράσης και του κυνηγητού, σε μια δοσολογία για την οποία σίγουρα ο παραγωγός Σπίλμπεργκ έβαλε το χέρι του.
Υπερβολές
Και κάπου εδώ τα καλά τελειώνουν, για να αρχίσουν οι υπερβολές. Ο στρατός θέλει να επιτάξει μια ομάδα εκπαιδευμένων κομψογνάθων προκειμένου να τους βάλει, κατά τα φαινόμενα, να κυνηγάνε τρομοκράτες. Ο εκπαιδευτής τους από την άλλη, τον οποίο ερμηνεύει ο Κρις Πρατ, τους χρησιμοποιεί σαν κυνηγετικά λυκόσκυλα κόντρα στο μεγάλο θήραμα. Οι «έξυπνοι» δεινόσαυροι ήταν πάντα ένα από τα πιο συναρπαστικά στοιχεία των «Τζουράσικ Παρκ», εδώ όμως το πράγμα ξεφεύγει ελαφρώς. Τα γιγάντια ερπετοειδή επικοινωνούν μεταξύ τους, στήνουν παγίδες, υπακούν και παρακούουν εντολές, δείχνουν μέχρι και… αλληλεγγύη.
Κάπως τραβηγμένο (αναπόφευκτα) είναι και το φινάλε της ταινίας. Σε μια σκηνή βγαλμένη από τα μπλοκ του Πίτερ Τζάκσον για τον «Κινγκ Κονγκ», η τελική δεινο-μονομαχία θα σωθεί εν τέλει από μια μάλλον χιουμοριστική παρέμβαση.
Οι δεινόσαυροι αποτελούσαν ανέκαθεν ένα δημοφιλέστατο θέμα. Πέρασαν στις διάφορες μυθολογίες των λαών ως θεοί ή δράκοι (στην Ασία) εξαιτίας των εντυπωσιακών απολιθωμάτων και των οστών που κατά καιρούς ανακάλυπταν. Οταν τελικά οι παλαιοντολόγοι μελέτησαν το είδος διεξοδικά, προσδιορίζοντας και τα αίτια της εξαφάνισής τους, η λαχτάρα να τους «συναντήσουμε» ανανεώθηκε ξανά. Το σινεμά, ως «συσκευή ονείρων», ανέλαβε να καλύψει αυτή την ανάγκη – και οι βόλτες στο πάρκο δεν έχουν τελειωμό.
Δείτε
Το 1993 ο Στίβεν Σπίλμπεργκ παρουσιάζει το πρώτο «Τζουράσικ Παρκ», το οποίο μας μεταφέρει στον ιδιαίτερο ζωολογικό κήπο του Τζον Χάμοντ, όπου φιλοξενούνται ζωντανοί δεινόσαυροι, δημιουργημένοι χάρη σε ένα συνδυασμό τύχης και υψηλής γενετικής. Μια διακοπή ρεύματος ωστόσο θα ελευθερώσει τα ζώα, μετατρέποντας τη βόλτα των πρωταγωνιστών σε εφιάλτη. Το «Τζουράσικ Παρκ» παρουσίασε για πρώτη φορά με τόση αληθοφάνεια τα προϊστορικά ερπετά. Παράλληλα αποτέλεσε ένα ηχηρό σχόλιο πάνω στη μεγαλομανία και την απληστία του σύγχρονου ανθρώπου, όπως και για την ευθύνη του επιστήμονα. Οι ραγδαίες εξελίξεις στον τομέα της γενετικής και των μεταλλάξεων που έλαβαν χώρα κατά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, αποτυπώθηκαν στο ζεύγος θαυμασμός-τρόμος, το οποίο και βρίσκεται στο επίκεντρο της ταινίας. Η συνέχεια δόθηκε από τον ίδιο τον Σπίλμπεργκ το 1997, με ένα μάλλον μέτριο σίκουελ -αξιόλογο είναι μόνο το πρώτο μισό της ταινίας- ενώ το τρίτο μέρος του Τζο Τζόνστον (2001) ήταν απογοητευτικό.
Έντυπη Καθημερινή
Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies, για την συλλογή στατιστικών στοιχείων και την διασφάλιση της καλύτερης εμπειρίας σας.
Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τη χρήση των cookies. Tι είναι τα Cookies;