Τι μοντέλο αγροτικής ανάπτυξης θέλουμε; Προβληματισμός και ψευτοδιλήμματα περί TAP. Του Χρήστου Χατζόπουλου

18 Νοεμβρίου 201421:16

Πριν ακόμη ολοκληρωθεί η φετινή καλλιεργητική περίοδος, με τα αναρίθμητα προβλήματα που τη συνόδευσαν (αυξημένες βροχοπτώσεις, χαλάζι, κλπ), οι αγρότες της περιοχής μας καλούνται να αποφασίσουν για τις καλλιεργητικές επιλογές της επόμενης χρονιάς. Τα για ακόμη μία χρονιά αποθαρρυντικά οικονομικά αποτελέσματα που έδωσαν οι παραδοσιακές ετήσιες καλλιέργειες, απόρροια της μειωμένης στρεμματικής απόδοσης (σιτηρά, ηλίανθος, βαμβάκι) καθώς και των χαμηλών τιμών παραγωγού, δεν αφήνουν πολλά περιθώρια αισιοδοξίας για το μέλλον.

Πάραυτα παρατηρείται το φαινόμενο να έχει ανοίξει μία ατέρμονη συζήτηση με πρωτοβουλία ιδιαίτερα μικρής μερίδας αγροτών στο Νομό Καβάλας οι οποίοι επιχειρούν να διασυνδέσουν το μέλλον της αγροτικής οικονομίας της περιοχής με τη διέλευση του Αδριατικού αγωγού φυσικού αερίου TAP στο βαθμό όπου κάποιος ορθά θα αναρωτηθεί εάν έχουν επιλυθεί τα πραγματικά διαρθρωτικά προβλήματα της περιοχής. Περισσότερο ωστόσο δείχνει να προβληματίζει το γεγονός ότι η συζήτηση αυτή από μεριάς τους εδράζεται μάλλον σε ένα είδος «κουβέντας καφενείου» παρά σε ένα γόνιμο διάλογο, όπως επιχειρείται εκ μέρους της Κοινοπραξίας του TAP, όπου θα μπορούσαν να τεθούν οι επιφυλάξεις και οι δυνητικές λύσεις από τις δύο πλευρές, προς όφελος της επιτάχυνσης αυτού του στρατηγικής σημασίας για τη Βόρειο Ελλάδα έργου.

Αμέτοχοι όμως δυστυχώς εμφανίζονται και οι θεσμικοί παράγοντες της Καβάλας οι οποίοι έχουν παρασυρθεί σε ένα διάλογο ο οποίος περισσότερο θυμίζει κινητοποιήσεις αγροτών περασμένων δεκαετιών παρά θέτει τις βάσεις για τα δυνητικά οφέλη της τοπικής κοινωνίας από την διέλευση του αγωγού.

Για να κατανοήσουμε την σκοπιμότητα ανάδειξης τέτοιου είδους ψευτοδιλημμάτων αυτή τη χρονική συγκυρία θα πρέπει να δούμε την πραγματική εικόνα του πρωτογενούς τομέα στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Η γενικότερη, λοιπόν αρνητική εικόνα, όπως περιγράφηκε πριν, αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα του αγροτικού τομέα σε εθνικό αλλά και ειδικότερα σε τοπικό επίπεδο, δεδομένης και της ισχυρής εξάρτησης της Περιφέρειας ΑΜΘ από τον πρωτογενή τομέα, όπως καταδεικνύεται τόσο από την υψηλή τομεακή απασχόληση (26%) και το ποσοστό συμμετοχής του (που αγγίζει το 6%, διπλάσιο του εθνικού) στη διαμόρφωση της Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας της Περιφέρειας , όσο και από την η διασύνδεσή του με τους άλλους τομείς της οικονομίας όπως η μεταποίηση τροφίμων (γαλακτοκομικά, κρασί κλπ), μεταφορές, χονδρεμπόριο και λιανεμπόριο, επιχειρήσεις εισροών (γεωργικά μηχανήματα, φάρμακα, εφόδια), κτλ.

Ο αγροτικός τομέας, επομένως, αποτελεί τον κινητήριο μοχλό ανάπτυξης για την Περιφέρεια. Εντούτοις τα τελευταία χρόνια, παρατηρείται μία σημαντική μείωση της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας του πρωτογενούς τομέα σε όλους τους νομούς της Περιφέρειας καθώς και του κατά κεφαλήν αγροτικού εισοδήματος, με αρκετές αγροτικές εκμεταλλεύσεις, ακόμη και αυτές που διαχειρίζονται αρκετά μεγάλες εκτάσεις (άνω των 200 στρ.) να καθίστανται πλέον μη βιώσιμες. Η κατάσταση αυτή έχει φυσικά επιπτώσεις και στους υπόλοιπους τομείς της τοπικής οικονομίας για τους λόγους που αναφέραμε παραπάνω.

Τα ερωτήματα που αναδύονται από αυτήν την διαπίστωση είναι πολλά, θα σταθώ όμως στα εξής δύο: Πως γίνεται μία περιφέρεια, η οποία διαθέτει γεωργικές εκτάσεις περί τα 4.000 τ.χλμ, να βιώνει μία τόσο δραματική συρρίκνωση της αξίας του παραγόμενου προϊόντος της; Πως γίνεται να έχουμε σήμερα εκμεταλλεύσεις των 200 και 300 στεμμάτων που να μην δημιουργούν ένα ικανοποιητικό εισόδημα για τους ιδιοκτήτες τους;

Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά εντοπίζεται, μεταξύ άλλων, στο μοντέλο παραγωγής που υιοθετήθηκε όλα αυτά τα χρόνια και δη στην διάρθρωση της παραγωγής, η οποία στηρίχθηκε σχεδόν αποκλειστικά στις παραδοσιακές ετήσιες καλλιέργειες (σιτάρι, βαμβάκι ηλίανθος, καλαμπόκι κλπ). Το αποτέλεσμα ήταν από την μία η πτώση των αποδόσεων ακόμα και σε αγροτεμάχια υψηλής παραγωγικότητας, λόγω της εξάντλησης του εδάφους από την εντατικοποιημένη χρήση τους για τις καλλιέργειες αυτές, από την άλλη η αύξηση του κόστους παραγωγής (λόγω των αυξανόμενων απαιτήσεων σε λιπάσματα και λοιπές εισροές).

Σε αυτά θα πρέπει να προστεθεί η πτώση των τιμών των ανωτέρω προϊόντων, ως επακόλουθο της απελευθέρωσης των τιμών στα πλαίσια των αποφάσεων του ΠΟΕ και της αναθεωρημένης ΚΑΠ (του 2003). Οι ανωτέρω παράγοντες έχουν ως αποτέλεσμα την χαμηλή ανταγωνιστικότητα του πρωτογενή τομέα στην Περιφέρεια, από τις χαμηλότερες ακόμη και σε εθνικό επίπεδο, οδηγώντας τον αγροτικό πληθυσμό σε αδιέξοδο.

Συνεπώς, καθίσταται επιτακτική η ανάγκη για την αύξηση της ανταγωνιστικότητας του πρωτογενή τομέα μέσω της αναδιάρθρωσης των καλλιεργειών και την δημιουργία σύγχρονων εκμεταλλεύσεων. Δεν νοείται σήμερα μία εκμετάλλευση βιώσιμη, έστω 200 στρεμμάτων, που να αντιστοιχεί μόλις σε 0,4 ΜΑΕ και με ετήσιο τζίρο που να μην ξεπερνά τα 150 €/στρ, την στιγμή που μία θερμοκηπιακή μονάδα με κηπευτικά λ.χ. στην Ολλανδία, με την μισή έκταση, να απολαμβάνει εισοδήματα της τάξης των 4 με 5 εκατ. €, το οποίο αντιστοιχεί σε 30.000! στρέμματα πεδινών εκτάσεων στην Ελλάδα. Όπως επίσης δεν νοείται μια κατεξοχήν αγροτική περιοχή όπως ο Έβρος, με 1.600.000 στρ, να βασίζεται αποκλειστικά και μόνο στις εκτατικές καλλιέργειες, ενώ σε άλλες περιοχές, όπως η Ημαθία, με 780.000 στρ, οι δυναμικές καλλιέργειες (δενδρώδεις) να καταλαμβάνουν το 50% περίπου των καλλιεργούμενων εκτάσεων.

Όπως γίνεται κατανοητό, απαιτείται η έναρξη ενός κοινωνικού διαλόγου με στόχο να τεθούν στο τραπέζι βάσει στοιχείων τα πραγματικά δεδομένα και να προταθούν ρεαλιστικές λύσεις έξω από λαϊκισμούς και κορώνες. Για να επιτευχθεί αυτό πρέπει οι αγρότες και οι εκπρόσωποί τους να σταθούν με θάρρος και ειλικρίνεια απέναντι στο πρόβλημα. Ακόμη και να εξετάσουν δυνητικά οφέλη με τη μορφή λογικών αιτημάτων από μεγάλες επενδύσεις όπως αυτή του TAP. Διότι αυτό που μέχρι στιγμής έχουν επιτύχει είναι αν μη τι άλλο είναι ο αποπροσανατολισμός της παραγωγικής βάσης από τα κύρια ζητήματα τα οποία θα κληθεί να αντιμετωπίσει τα επόμενα χρόνια.

Απαιτείται λοιπόν εκτός από μία ριζική αλλαγή του μοντέλου παραγωγής στην περιοχή μας και μία σαφής αλλαγή νοοτροπίας όπου η ‘agenda’ των ζητημάτων και αιτημάτων των παραγωγών δεν θα τίθεται από μια ομάδα παραγωγών (με αμφισβητούμενο θεσμικό μάλιστα ρόλο) εις βάρος άνω των 100 χιλ. παραγωγών ολόκληρης της Περιφέρειας.

Όσον αφορά την γεωργία, το νέο παραγωγικό μοντέλο θα πρέπει να στηρίζεται στις καλλιέργειες υψηλής προστιθέμενης αξίας και εντάσεως εργασίας (δενδρώδεις, οπωροκηπευτικά), ειδικότερα για τις μικρού μεγέθους εκμεταλλεύσεις, αφήνοντας τις εκτατικές ετήσιες καλλιέργειες στις μεγάλες, κυρίως, εκμεταλλεύσεις που χρησιμοποιούν εκμηχανισμένες μεθόδους σε όλα τα στάδια παραγωγής. Παράλληλα, η προσπάθεια αυτή θα πρέπει να στηριχθεί στην ανάπτυξη ολοκληρωμένων σχέσεων που θα καλύπτει όλες τις φάσεις της παραγωγικής διαδικασίας (συμβολαιακή γεωργία, ομάδες παραγωγών, συνέργειες μεταξύ παραγωγής και μεταποίησης-εμπορίας).

Αντίστοιχα, σε ότι αφορά την κτηνοτροφία, η περεταίρω ενίσχυση του κλάδου θα πρέπει να αποτελέσει σημαντική προτεραιότητα, θέτοντας ως στόχο την συμμετοχή του στο 40% του αγροτικού εισοδήματος, από το 25% που βρίσκεται σήμερα. Νέες μορφές συνεργασίας (όπως οι συνεργασίες υπό το καθεστώς της συστέγασης) μπορούν να υπερκεράσουν τα διαρθρωτικά προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα η κτηνοτροφία, δίνοντας μία νέα ώθηση στον κλάδο αυτό.
Βέβαια, η όποια προσπάθεια αναδιάρθρωσης θα πρέπει να συνοδεύεται από την εισαγωγή νέας τεχνολογίας που θα αξιοποιεί τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της περιοχής (πχ γεωθερμικά πεδία, διαθέσιμη βιομάζα από υπολείμματα καλλιεργειών ή κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων) αλλά και τις νέες ευκαιρίες που παρουσιάζονται (δίκτυο φυσικού αερίου), για παράδειγμα θα μπορούσα να αναφερθώ στην αξιοποίηση της γεωθερμίας και της βιομάζας σε θερμοκήπια ή του φυσικού αερίου για υπαίθριες καλλιέργειες με θερμαινόμενο σπαράγγι.

Φυσικά, όλες αυτές οι προτάσεις θα πρέπει να ενταχθούν σε μία ευρύτερη αναπτυξιακή στρατηγική που θα αφορά όλους του εμπλεκόμενους φορείς, την Περιφέρεια, τους Δήμους κλπ. Ειδικότερα δε στην παρούσα οικονομική συγκυρία, όπου παρατηρείται ένα κύμα νέων ανθρώπων που στρέφονται στον αγροτικό τομέα, η εξασφάλιση ενός ευνοϊκού περιβάλλοντος μέσω πολιτικών (ολοκλήρωση αναδασμών) και έργων υποδομών (εξορθολογισμός αρδευτικού δικτύου) θα πρέπει να αποτελέσει βασική προτεραιότητα. Κομβικό ρόλο θα πρέπει να διαδραματίσει και το Τμήμα Αγροτικής Ανάπτυξης ειδικότερα σε ότι αφορά την διάχυση της γνώσης και την εφαρμογή των νέων τεχνολογιών.

Όλα αυτά που αναφέρθηκαν δεν αποτελούν φαντασιακά σενάρια αλλά μπορούν να υλοποιηθούν στην πράξη. Αρκεί να αναδείξουμε και να συζητήσουμε τα πραγματικά προβλήματα του πρωτογενούς τομέα και να μην προάγουμε ζητήματα που μάλλον προκαλούν σύγχυση στον αγρότη και τον κτηνοτρόφο παρά τον εκφράζουν με όποιο διεκδικητικό τρόπο.
Εξάλλου, δεν λείπουν τα επιτυχημένα παραδείγματα επιχειρήσεων ή ομάδων παραγωγών/συνεταιρισμών που κατόρθωσαν να καινοτομήσουν και να δημιουργήσουν μονάδες πρότυπα. Ενδεικτικά, θα μπορούσα να αναφέρω τις εντατικές καλλιέργειες στον Νομό Καβάλας (σπαράγγι, ακτινίδια, επιτραπέζιο σταφύλι), τις δύο θερμοκηπιακές εγκαταστάσεις στην Δράμα, την κτηνοτροφική μονάδα της ΕΒΡΟΦΑΡΜΑ στη Μέστη κλπ. Ελπίζω στο κοντινό μέλλον να υπάρχουν πολύ περισσότερα, γιατί αυτά αποτελούν δείκτες ανάπτυξης της περιοχής μας. Δεν μπορεί να έρθει η πολυπόθητη ανάπτυξη στην περιφέρειά μας χωρίς να επιτευχθεί η ανάπτυξη του αγροτικού τομέα.

*Ο Χρήστος Χατζόπουλος είναι πρώην Δήμαρχος Τυχερού και πρώην υπερνομάρχης Ροδόπης και Έβρου

Αρθρογράφος

blank
Τμήμα Ειδήσεων Hellas Press Media
Η Hellas Press Media είναι το πρώτο ενημερωτικό Δίκτυο που δημιουργήθηκε στην Ελλάδα. Αν θέλετε να ενταχθείτε στο Δίκτυο επικοινωνήστε στο info@hellaspressmedia.gr