Αυτό είναι το ερώτημα που απευθύνει ο Χριστός στην ευαγγελική περικοπή που ακούσαμε στους ναούς μας την περασμένη Κυριακή – και δεν ξέρω πόσοι από εμάς σταθήκαμε ποτέ πραγματικά σε αυτή τη φράση, για να της αποδώσουμε τη σημασία που της πρέπει. Το απευθύνει σε ένα παράλυτο που επί 38 χρόνια περίμενε στην άκρη της Κολυμβήθρας Βηθεσδά να ανακινήσει ο άγγελος τα ύδατα για να μπει μέσα πρώτος και να θεραπευτεί, χωρίς όμως ποτέ να το καταφέρει. «Τοῦτον ἰδὼν ὁ Ἰησοῦς κατακείμενον, καὶ γνοὺς ὅτι πολὺν ἤδη χρόνον ἔχει, λέγει αὐτῷ· θέλεις ὑγιὴς γενέσθαι; ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ ἀσθενῶν· Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω, ἵνα ὅταν ταραχθῇ τὸ ὕδωρ, βάλῃ με εἰς τὴν κολυμβήθραν· ἐν ᾧ δὲ ἔρχομαι ἐγώ, ἄλλος πρὸ ἐμοῦ καταβαίνει. λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ἔγειρε, ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει. καὶ εὐθέως ἐγένετο ὑγιὴς ὁ ἄνθρωπος…» (Κατά Ιωάννην ε΄, 6-9).
Επαναλαμβάνω, δεν ξέρω πόσοι από εμάς αντιλαμβανόμαστε τη σημασία του παραπάνω ερωτήματος. Πιθανότατα θα φανεί παράδοξο αυτό, είναι όμως ίσως το κρισιμότερο ερώτημα που ακούστηκε ποτέ μέσα στην ανθρώπινη Ιστορία, ένα ερώτημα ανυπολόγιστης σημασίας από άποψη σωτηριολογική. Ένα ερώτημα που αποδεικνύει ξεκάθαρα πόσο βασική προϋπόθεση του θαύματος είναι όχι μόνο η θεία επέμβαση και ενέργεια, αλλά και η ανθρώπινη συγκατάθεση. Για να επέμβει ο Θεός ζητά τη συναίνεσή μας, δηλαδή την πίστη και την επιθυμία μας. Γιατί πολύ απλά δημιούργησε τον άνθρωπο ελεύθερο, τον έπλασε για να έχει το αυτεξούσιον και εθελότρεπτον, Αν συνεπώς θαυματουργούσε χωρίς αυτά, θα παραβίαζε πολύ απλά αυτή την ελευθερία – και αυτό ο Θεός αρνείται να το πράξει. Περαιτέρω όμως είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι ζητά και τη συμμετοχή μας, ως προς το ελάχιστο που μπορούμε ανθρωπίνως να πράξουμε εμείς, ενώ φυσικά Εκείνος αναλαμβάνει να πράξει τα μείζονα και δυσκολότερα. Η προτροπή «ἔγειρε, ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει» είναι η πρόσκληση του Θεού για την πραγμάτωση αυτού ακριβώς του ελάχιστου.
Το ίδιο ωστόσο ερώτημα και η ίδια προτροπή αφορούν βέβαια – πολύ περισσότερο σήμερα από κάθε άλλη φορά – και στον λαό μας. Ένα λαό που ζει εδώ και καιρό στον βούρκο της χειρότερης πνευματικής κρίσης και παρακμής στη μακραίωνη Ιστορία του, με κατεστραμμένη την ιστορική του μνήμη, εθνικά απονευρωμένος και θρησκευτικά αποχρωματισμένος, χαμένος μέσα στις αυταπάτες «εκσυγχρονιστικών» ειδώλων και οραμάτων κίβδηλης «προοδευτικότητας», αποστερημένος από τα πιο ζωτικά δομικά στοιχεία της ίδιας του της ταυτότητας (τα οποία ο ίδιος πέταξε στα σκουπίδια, σε μία μακρά – και χρήζουσα επίμονης ψυχιατρικής προσέγγισης – ιστορική διαδικασία επώδυνου πνευματικού αυτοευνουχισμού), σε πλήρη αποστασία από τον Θεό, παραζαλισμένος κι αλλοπρόσαλλος, εθισμένος πλέον στο να καταπίνει αμάσητους τόνους από νεοταξίτικα «προοδευτικά» σκουπίδια, βουλιάζοντας καθημερινά στην ασυναρτησία και τη σύγχυση. Και ειδικά βέβαια κατά το τελευταίο χρονικό διάστημα, η επίθεση που δέχεται αυτός ο πάλαι πότε ορθόδοξος λαός έχει κλιμακωθεί δραματικά, με αιχμή του δόρατος μία μηδενιστική, εκκλησιομάχο κι ελληνοφοβική δράκα ελληνοχριστεπώνυμων εξωμοτών, που επιτάχυνε τον κατήφορο των τελευταίων δεκαετιών και κορύφωσε τη δοκιμασία. Κι όλα αυτά μάλιστα την ίδια εποχή που κλιμακώνεται και μία άλλη δοκιμασία (ίσως όχι τόσο ορατή για τους πολλούς, αλλά εξίσου – ή και περισσότερο – σοβαρή και επικίνδυνη): η σκληρή δοκιμασία της πίστης και του φρονήματός μας, με μια συντονισμένη εκστρατεία που έχει στόχο να μαγαρίσει και να εξουδετερώσει μέσα στον βάλτο της οικουμενιστικής πλάνης και όσους δεν εγκατέλειψαν τον Θεό και κράτησαν μέσα τους ζωντανή τη λάμψη της ορθόδοξης ιδιοπροσωπείας μας.
Τίποτε λοιπόν ανθρωπίνως πλέον δεν υπάρχει, κανένα στήριγμα δεν διαφαίνεται από πουθενά – και φυσικά απολύτως τίποτε για να εμπνεύσει πια αυτόν τον λαό και να τον καθοδηγήσει, αφού κι όλες οι λογής ηγεσίες του (πολιτικές και πνευματικές) βουλιάζουν κι αυτές μέσα στον οχετό της διαφθοράς και της εξάρτησης ή στη δυσωδία της εκκοσμίκευσης και της οικουμενιστικής γάγγραινας. Κι απομείναμε αποχαυνωμένοι και παθητικοί θεατές, την ώρα που η ζωή κι ο τόπος μας ξεπουλιούνται ανερυθρίαστα, η ορθόδοξη πίστη μας (δηλαδή το μόνο εχέγγυο της σωτηρίας της ψυχής μας) καταδιώκεται και νοθεύεται και ενώ ακόμη η πατρίδα μας διαλύεται κοινωνικά και δημογραφικά, έρμαιο στα χέρια των εσωτερικών κι εξωτερικών εχθρών της. Ακόμη όμως κι αν κάτι έχει απομείνει μέσα σε πολλούς από εμάς να αναρριπίζει, κάποια ίχνη φιλοπατρίας κι εθνικής αξιοπρέπειας ζωντανά, κάτι που να μπορεί ακόμη να μας προκαλεί οργή για όσα εκτυλίσσονται ή και τάσεις αντίδρασης, είναι όμως κι αυτό κάτι πρωτόλειο και συγκεχυμένο, χωρίς πραγματικό στόχο και προσανατολισμό, χωρίς αυτοσυνειδησία – και κυρίως χωρίς Θεό. Αλλά χωρίς Θεό μέσα της, η όποια αντίδραση – ακόμη κι αν έρθει – είναι παντελώς αδύνατο να οδηγήσει από μόνη της σε πραγματικές οδούς αναγέννησης και αναδημιουργίας.
Υπό τις συνθήκες αυτές – και ενώ είναι απολύτως φανερό πως η κατάσταση με ορθολογικές εκτιμήσεις δεν είναι αναστρέψιμη πια – έρχεται το κρίσιμο ερώτημα. Θέλεις το μεγάλο θαύμα, το μόνο που μπορεί να σε σώσει ως λαό από τον βάλτο που βουλιάζεις, που θα ανακόψει την ελεύθερη πτώση σου στην άβυσσο, που θα σταματήσει αυτή την τραγική πορεία προς το ιστορικό σου Τέλος; «Θέλεις υγιής γενέσθαι»; Η απάντηση δεν είναι καθόλου αυτονόητη, όσο κι αν φαίνεται τέτοια. Ακόμη και από τον παράλυτο του Ευαγγελίου, που ήταν σίγουρο πως ήθελε να γίνει καλά, γιατί αλλιώς φυσικά δεν θα περίμενε σχεδόν 40 ολόκληρα χρόνια με τόση επιμονή και υπομονή το μέγα θαύμα της θεραπείας, ζητήθηκε από τον Θεό η ρητή του συγκατάθεση και διαβεβαίωση (κι ας το είχε αποδείξει η προφανής πίστη και η αγόγγυστη καρτερία του όλο αυτό το τεράστιο χρονικό διάστημα). Πόσο μάλλον συνεπώς δεν μπορεί να είναι αυτονόητη η απάντηση για μας, που βουλιάζουμε σχεδόν σαράντα χρόνια επίσης (σύμπτωση άραγε;) στον βάλτο της αποστασίας και της αρρώστιας και μόνο στα λόγια δηλώνουμε εσχάτως την επιθυμία της σωτηρίας. Για να γίνει όμως το θαύμα, αυτό προφανώς δεν αρκεί.
Το θαύμα θα γίνει μόνο με τη δική μας βούληση και συνέργεια. Και αυτή δεν μπορεί να είναι ασφαλώς μόνο στα λόγια, αλλά οφείλει να είναι έμπρακτη και αληθινή. Και η έμπρακτη βεβαίως απάντηση στο κρίσιμο ερώτημα «αν θέλουμε πραγματικά να σωθούμε», είναι μία. Και λέγεται μετάνοια. Μετάνοια ειλικρινής και ολοκληρωτική. Αυτή θα είναι η δική μας συνέργεια και συμμετοχή, η δική μας απόκριση και συνάμα η δική μας έγερση και άρση του κρεβατιού της πρώην πνευματικής μας αναπηρίας. Αλλαγή της ζωής μας, επανάσταση πρώτα απ’ όλα μέσα μας, για να νικήσουμε τον εξαθλιωμένο εαυτό μας, αλλά και για να ξαναβρούμε ως λαός όσα χάσαμε μετά από τόσες τραγικές δεκαετίες εκμαυλισμού, παρακμής κι εξηλιθίωσης – και έτσι να μπορέσουμε να επανακάμψουμε στην κατάστασή μας την προπτωτική. Και φυσικά είναι προφανές πως μετάνοια δεν σημαίνει ούτε παθητικότητα, ούτε αδράνεια όσον αφορά τις κοσμικές δραστηριότητές μας. Θα πολεμήσουμε λοιπόν και μέσα στον κόσμο, με όποιες κοινωνικές, πολιτικές ή άλλες δράσεις μπορούμε (η έγερση από την κλίνη της παραλυσίας και η επαναδραστηριοποίηση τα περιλαμβάνει και αυτά), γιατί απλούστατα είναι τέτοια η πολιτική και πνευματική λαίλαπα μέσα στην οποία βρισκόμαστε, που κανείς δεν έχει πλέον το δικαίωμα να παραμένει αδρανής. Όλες όμως αυτές οι πράξεις μας, για να έχουν αποτέλεσμα, πρέπει να γίνουν μόνο συν Θεώ. Μόνο με το αυτεπίγνωτον της αθλιότητάς μας, μόνο με το κλάμα της ειλικρινούς επιστροφής μας, μόνο με την επίκληση του ελέους Του. Αυτή είναι η πρωταρχική αναγκαία συνθήκη. Μετά θα έρθουν και τα υπόλοιπα…
Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies, για την συλλογή στατιστικών στοιχείων και την διασφάλιση της καλύτερης εμπειρίας σας.
Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τη χρήση των cookies. Tι είναι τα Cookies;