Η πορεία της Ελλάδας προς την καταστροφή του μνημονίου από το τέλος του 2009 και η αποκορύφωση με τη δήλωση-βόμβα του δημοψηφίσματος, μια πρωτοβουλία που πέθανε στους διαδρόμους και τα σαλόνια του Παλέ ντε Φεστιβάλ και των Συνόδων Κορυφής στις Κάννες
Εναν Γιώργο Παπανδρέου που αγωνιζόταν αγωνιωδώς, πλην ματαίως, συχνά κάθιδρο, απομονωμένο και απελπισμένο να πείσει την ευρωπαϊκή ηγεσία και κυρίως την κυβέρνηση της Μέρκελ να συνδράμει στο ελληνικό πρόβλημα, ως άρρηκτα συνδεδεμένο με την ευρωπαϊκή τύχη, περιγράφει ο πρώην Ισπανός πρωθυπουργός κ. Χοσέ Λουίς Θαπατέρο στο βιβλίο του «Το δίλημμα: 600 ημέρες ιλίγγου», το οποίο πραγματεύεται την έναρξη της κρίσης το 2009-2010 και την εισβολή του ΔΝΤ στην Ελλάδα.
Πέρα από το πολιτικό κύκνειο άσμα του κ. Παπανδρέου στις Κάννες, με τα «γαλλικά» που άκουσε από Σαρκοζί και Μέρκελ -κάτι το οποίο έχει συζητηθεί έντονα το τελευταίο διάστημα-, ο κ. Θαπατέρο περιγράφει το πρώτο διάστημα της κρίσης και συγκεκριμένα τις κινήσεις των Ευρωπαίων ηγετών.
Επιβεβαιώνει ουσιαστικά όλες τις ακρότητες που επικράτησαν εκείνη τη μοιραία περίοδο, με έναν Παπανδρέου να φτάνει στο… αμήν από την αδιαφορία αρχικά και τις πιέσεις στη συνέχεια των Βορειοευρωπαίων. Αναφέρει χαρακτηριστικά ότι όντως ο πρώην πρωθυπουργός είχε αναφωνήσει σε μία Σύνοδο Κορυφής «μα τι θέλετε επιτέλους, τον Παρθενώνα και τα νησιά μας;», μια φράση ενδεικτική ότι η Ελλάδα σύρθηκε στα μνημόνια και την τρόικα υπό την κυνική πίεση του Βερολίνου και με δεδομένη την αποτυχία του πρώην πρωθυπουργού να παρουσιάσει και να υλοποιήσει ένα αποτελεσματικό σχέδιο για την έξοδο της χώρας από την κρίση χρέους που αντιμετώπιζε. Αποκαλύπτει επίσης ότι πράγματι ο κ. Παπανδρέου είχε «απειλήσει» τους Ευρωπαίους με προσφυγή στο ΔΝΤ, κάτι που βρήκε τελικά σύμφωνους και τους ίδιους!
Η αφήγηση του πρώην πρωθυπουργού της Ισπανίας είναι συγκλονιστική και χαρακτηρίζεται από αίσθημα κατανόησης και αλληλεγγύης για τις προσπάθειες του κ. Παπανδρέου. Υπήρξαν άλλωστε εκείνο τον καιρό πολύ κοντά – ήταν και οι δύο στο μεταρρυθμιστικό και νεωτεριστικό πνεύμα της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας. Και δεν κρύβει τη συμπόνια που ένιωσε για τον κ. Παπανδρέου όταν ο τελευταίος του φανέρωσε τα αισθήματα απογοήτευσης που ένιωθε και ότι αντιλαμβανόταν πως ερχόταν το τέλος του, λίγο πριν την παραίτησή του τον Νοέμβριο του 2011.
Η βήμα προς βήμα περιγραφή της πορείας της Ελλάδας προς την καταστροφή του μνημονίου είναι αφοπλιστική και αρκετά αντικειμενική, θα έλεγε κανείς.
«Πότε μπορεί να πει κανείς ότι ξεκίνησε η ελληνική κρίση; Πότε μπορεί να αντιληφθεί κανείς το φαινόμενο της χρηματοπιστωτικής μόλυνσης; Γιατί ξεκινά αυτό το φαινόμενο από την Ελλάδα και μεταπηδά σε άλλες χώρες της ευρωζώνης;», θέτει τα κρίσιμα αρχικά ερωτήματα ο κ. Θαπατέρο και αναλαμβάνει να δώσει και τις απαντήσεις: «Θα κάνουμε μία αναδρομή σε όσα συνέβησαν στην Ευρώπη από το τέλος του 2009 έως τη δεύτερη εβδομάδα του Μαΐου 2010.
Αναδρομή πίσω στο έλλειμμα του 2009
Στην Ελλάδα πραγματοποιήθηκαν εκλογές στις 4 Οκτωβρίου 2009, που έδωσαν τη νίκη στον Γιώργο Παπανδρέου και το ΠΑΣΟΚ. Με την αλλαγή της κυβέρνησης, η Ελλάδα ενημέρωσε την Επιτροπή ότι το έλλειμμα για το 2009 ξεπερνούσε το 12%. Στα τέλη Οκτωβρίου πραγματοποιήθηκε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, όπου ούτε τα συμπεράσματα, ούτε ολόκληρη η συνομιλία προσέγγισαν τα πιθανά προβλήματα της Ελλάδας», αναφέρει, εμφανίζοντας μία ευρωπαϊκή ηγεσία σε ύπνωση και να έχει πλήρη άγνοια των κινδύνων από την επερχόμενη κρίση χρέους. Και συνεχίζει:
«Τα κεντρικά θέματα εκείνης της συνεδρίασης ήταν η προετοιμασία για τη Σύνοδο Κορυφής της Κοπεγχάγης σχετικά με την κλιματική αλλαγή και την τελική φάση της διαδικασίας της επικύρωσης της Συνθήκης της Λισαβόνας. Η οικονομική κατάσταση εντάσσεται στα συμπεράσματα ξεκινώντας από την παράγραφο 27, που σημαίνει ότι εκείνες τις ημέρες δεν υπήρχε η αντίληψη της έκτακτης ανάγκης για την οικονομική κατάσταση των χωρών της Ε.Ε., ούτε τα πιθανά προβλήματα του δημοσίου χρέους των χωρών της ευρωζώνης.
Οταν πραγματοποιήθηκε η Σύνοδος (10-11 Δεκεμβρίου), ήδη ήταν γνωστό ότι το δημόσιο έλλειμμα της Ελλάδας το 2008 δεν ήταν μόνο 5% του ΑΕΠ και ότι εκείνο του 2009 ξεπερνούσε το 12%.
Στη Σύνοδο ο νεοεκλεγείς Ελληνας πρωθυπουργός πραγματοποίησε μία αυστηρή και διαφανή αναφορά της κατάστασης της ελληνικής οικονομίας και ειδικά των δημοσιονομικών. Η έκθεση ήταν συγκλονιστική, αλλά ζοφερή. Ο Παπανδρέου, αφού παρουσίασε ωμά τη δυναμική του ελλείμματος και του δημοσίου χρέους, περιέγραψε μια σειρά από ιδιαιτερότητες της ελληνικής δημόσιας διοίκησης. Δεν θέλω να δώσω λεπτομέρειες από τα πράγματα που περιέγραψε ο Παπανδρέου σχετικά με τις συντάξεις, τα επιδόματα των υπαλλήλων ή τις δυσκολίες προσδιορισμού της δημόσιας περιουσίας… από σεβασμό για τον ίδιο και τη χώρα του, η οποία έχει νιώσει τόσο πολύ πόνο κατά τη διάρκεια της κρίσης. Ο Γιώργος Παπανδρέου κέρδισε την εμπιστοσύνη του Συμβουλίου, αλλά η περιγραφή του είχε αντίκτυπο στην ευρωπαϊκή πολιτική ηγεσία. Τα πρόσωπα αρκετών αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων έδειχναν την κατάπληξή τους, ενώ κάποια άλλα συμπόνια για τον Ελληνα πρωθυπουργό. Ομως, παρά την αγριότητα της ελληνικής αναφοράς, ούτε η Επιτροπή ούτε το Συμβούλιο έκρουσαν τον κώδωνα του κινδύνου. Η κατάσταση είχε κριθεί σοβαρή, όμως έμοιαζε σαν να υπάρχει μία κάποια εμπιστοσύνη στη νέα κυβέρνηση της Ελλάδας ότι θα ήταν ικανή να την αντιμετωπίσει με διαφάνεια και μεταρρυθμίσεις. Εκτοτε, ο Παπανδρέου παρουσίασε μία σειρά προϋποθέσεων ιδιαίτερα περιοριστικές όπως δεσμεύσεις για να καταπολεμήσει τη φοροδιαφυγή και μία σειρά από διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Το σίγουρο είναι ότι στις 31 Δεκεμβρίου του 2009 το ασφάλιστρο κινδύνου για το ελληνικό χρέος ήταν στις 239 μονάδες βάσης, που απείχε πολύ από τις 965 μονάδες βάσης της 7ης Μαΐου του 2010».
Ολο και χειρότερα
Για τον κ. Θαπατέρο αυτό είναι και το κρίσιμο διάστημα εκδήλωσης της κρίσης, που έγινε τελικά ανεξέλεγκτη. Είναι δε ιδιαίτερα αποκαλυπτικός για τις εντελώς διαφορετικές στρατηγικές και προσεγγίσεις εντός της Ευρωπαϊκής Ενωσης: «Η κατάσταση της Ελλάδας οδήγησε σε διαφορετικές συζητήσεις καθώς η πορεία της Ελλάδας χειροτέρευε. Σε πρώτη φάση συζητείτο αν μία χώρα της ευρωζώνης θα μπορούσε να λάβει οικονομική βοήθεια από τα άλλα κράτη. Για περίπου δύο μήνες η Γερμανία, η Ολλανδία και η Φινλανδία υποστήριζαν ότι τα άρθρα 123 και 125 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ενωσης δεν επέτρεπαν την εφαρμογή οικονομικής βοήθειας. Μπροστά σε αυτή την ερμηνεία οι κοινοτικοί θεσμοί επέδειξαν μία στάση πιο ευέλικτη και άλλες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, εκ των οποίων η Ισπανία, τονίσαμε την ανάγκη να ενισχυθεί η ενότητα στην ευρωζώνη και γι’ αυτό ήμασταν υπέρ της βοήθειας στην Ελλάδα αν ήταν απαραίτητη. Σε αυτό το κλίμα συνομίλησα με τον Παπανδρέου αρκετές φορές εκείνες τις εβδομάδες. Μου εκμυστηρεύθηκε τη δυσαρέσκειά του για τις ενέργειες κάποιων ευρωπαϊκών κρατών. Ο Παπανδρέου ισχυριζόταν τότε με υπερηφάνεια ότι η χώρα του μπορούσε να αντιμετωπίσει την κατάσταση από μόνη της και ότι όσο περισσότερες αντιδράσεις από τους εταίρους στην Ευρώπη παρατηρούσε τόσο πειθόταν να μη ζητήσει βοήθεια. Πράγματι, η έκτακτη Σύνοδος Κορυφής του Φεβρουαρίου ολοκληρώθηκε με ένα παράξενο ανακοινωθέν που αναδείκνυε την κρίση και την αναγκαιότητα να κοινοποιηθεί στην κοινή γνώμη η εικόνα μιας κάποιας συμφωνίας, καθώς η ένταση και οι διαφορετικές απόψεις για το πρόβλημα της χρηματοδότησης για το χρέος της Ελλάδας ήταν τόσο εμφανείς στις δηλώσεις των ηγετών και των κυβερνήσεων της Ε.Ε., που δε μπορούσαν να κρυφτούν. Οι κυρίαρχες θέσεις στην ευρωζώνη ξεκινούσαν από την ιδέα ότι τα προβλήματα μιας χώρας με την ενίσχυση της οικονομίας της ήταν αποκλειστική ευθύνη δική της.
Αξίζει να σημειωθεί ότι τους μήνες του Ιανουαρίου και του Φεβρουαρίου (του 2010) η συζήτηση έτεινε στην κατεύθυνση να μη βοηθηθεί η Ελλάδα και αν ήταν απαραίτητο να μπει στο ΔΝΤ. Αυτή η θέση, την οποία υποστήριζαν τα κράτη της Κεντρικής Ευρώπης, θα μπορούσε να αποδειχθεί μία επαίσχυντη παραίτηση από τις ευθύνες που αφορούν στο ευρώ και την Ε.Ε. στο σύνολό της».
Οι δραματικές και ουσιαστικές συζητήσεις για το ελληνικό πρόβλημα ξεκινούν τον Φεβρουάριο του 2010, αποκαλύπτει ο κ. Θαπατέρο, επιβεβαιώνοντας το στρατηγικό αδιέξοδο του κ. Παπανδρέου που δεν ήξερε πώς να ζητήσει βοήθεια από τους Ευρωπαίους, αλλά και τη σκληρή στάση των εταίρων, κυρίως των Βόρειων, που αντιμετώπιζαν την Ελλάδα προσβλητικά: «Στις 29 Ιανουαρίου η Ελλάδα είχε διαφορά 396 μονάδες βάσης σε σχέση με τους γερμανικούς τίτλους (spread), όμως μόνο στις 11 Φεβρουαρίου, έπειτα από εβδομάδες κρίσης και ελπίδας, οι επικεφαλής των κρατών και οι κυβερνήσεις προσέγγισαν για πρώτη φορά την κατάσταση της Ελλάδας σε μία Σύνοδο Κορυφής. Η Σύνοδος ήταν αποκαρδιωτική. Ο Παπανδρέου περισσότερο θέλησε να ζητήσει κατανόηση παρά βοήθεια. Ασκησε κριτική σε όσους έκαναν δηλώσεις και έστελναν μηνύματα απομόνωσης της χώρας του. Επέμεινε ότι για τις σκληρές αποφάσεις που έπαιρνε (φορολόγηση, περικοπές στους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων κ.ά.) άξιζε περισσότερη υποστήριξη από όλες τις κυβερνήσεις της ευρωζώνης και από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Υποστήριζε ότι ο ελληνικός λαός δεν άξιζε να πληρώνει τις συνέπειες των χειρισμών της προηγούμενης συντηρητικής κυβέρνησης. Και με σφοδρή επιθυμία να διατηρήσει την εθνική υπερηφάνεια, δήλωσε ότι δεν θα ζητούσε βοήθεια προς το παρόν, ότι θα συνέχιζε να βασίζεται στις αγορές και ότι, βλέποντας την ευρωπαϊκή συμπεριφορά, αναλογιζόταν την πιθανότητα αιτήματος προς το ΔΝΤ για βοήθεια.
Σε εκείνη τη Σύνοδο της 11ης Φεβρουαρίου υπερασπίστηκε σθεναρά την Ελλάδα. Πρόσθεσε ότι θα ήταν ακατανόητο αν μία χώρα της ευρωζώνης θα έπρεπε να καταφύγει στο ΔΝΤ, εννοώντας ότι η Ευρώπη ήταν ανίκανη να βοηθήσει τον εαυτό της, ανίκανη να επιδείξει ενότητα και ανίκανη να είναι αλληλέγγυα. Μια τέτοια Ευρώπη δεν δικαιούται την εμπιστοσύνη των αγορών, ούτε της διεθνούς κοινότητας.
Ηταν σαφές ότι τα στοιχεία της Ελλάδας ήταν ανησυχητικά και η ανακοίνωση των μέτρων της ελληνικής κυβέρνησης ήταν σαν πυροτεχνήματα γιατί αμφισβητούνταν στο εσωτερικό της Ευρώπης. Ενώ το ιστορικό της Ελλάδας κινούσε υποψίες.
Ωστόσο, η αίσθηση που είχαν οι επενδυτές και οι αναλυτές ήταν ότι η ευρωζώνη ήταν ανίκανη να αντιμετωπίσει ένα σοβαρό πρόβλημα όπως το δημόσιο χρέος μιας χώρας που δεν παρουσίαζε πάνω από 2% ΑΕΠ σε ολόκληρη την ευρωζώνη».
«Κάποιοι θέλουν να λεηλατήσουν τη χώρα»
Η τελική ευθεία προς την ένταξη στην τρόικα και το μνημόνιο ήταν και η πλέον δραματική φάση αυτής της τραγικής πορείας. Ο κ. Θαπατέρο είχε προσωπική εμπλοκή και άριστη εικόνα του παρασκηνίου που οδήγησε την Ελλάδα στο τούνελ, ενώ μιλάει με εμφανή συμπόνια για την τραγωδία που ζούσε ο κ. Παπανδρέου, ο οποίος ένιωθε ότι κάποιοι εταίροι ήθελαν να λεηλατήσουν τη χώρα.
«Στις 2 Μαΐου μίλησα με τον Παπανδρέου. Ηταν εξουθενωμένος αλλά μιλούσε με σταθερή φωνή. Ηταν αποφασισμένος να βάλει εμπρός το απαιτούμενο πολύ σκληρό σχέδιο λιτότητας σε αντάλλαγμα με την οικονομική βοήθεια, αλλά συγχρόνως μου μετέφερε, με πόνο, με πόνο και με κάποια παραίτηση, ότι δεν ένιωθε αρκετή ευρωπαϊκή αλληλεγγύη. Μου ζήτησε να μιλήσω με τη Μέρκελ. Ανέλαβα να το κάνω. Και το έκανα την Πέμπτη 6 Μαΐου, μία ημέρα πριν από την έκτακτη Σύνοδο Κορυφής. […] Το γερμανικό κοινοβούλιο θα ενέκρινε την επόμενη ημέρα τη βοήθεια στην Ελλάδα. […] Αλλά η καγκελάριος γνώριζε ότι το προς έγκριση σχέδιο για την Ελλάδα δεν επαρκούσε και ότι οι αγορές είχαν αρχίσει να αποδέχονται την ιδέα της μετάδοσης και ότι η Σύνοδος Κορυφής της επομένης θα έπρεπε να λάβει δραστικά μέτρα για να σταματήσει την επίθεση κατά του ευρώ.
Τον Ιούλιο η Ελλάδα δεν θα είχε χρήματα για να πραγματοποιήσει πληρωμές. Οι εσωτερικές δυσκολίες της χώρας ήταν κάθε φορά μεγαλύτερες για την κυβέρνηση Παπανδρέου, ο οποίος ήταν υποχρεωμένος να υιοθετεί περισσότερα σχέδια κοινωνικών περικοπών. Και στην καρδιά της ευρωζώνης κυριαρχούσε η διάσπαση. Διάσπαση ανάμεσα σε αυτούς που υποστήριζαν ότι ήταν πολύ δύσκολο να ζητηθεί περισσότερη προσπάθεια από την Ελλάδα και σε εκείνους που δεν ήταν πρόθυμοι να διαπραγματευτούν νέα ενίσχυση χωρίς περισσότερους όρους, παρότι ήταν καταστροφικοί για την κοινωνία.
Κάποιοι από τους φόβους μου επιβεβαιώθηκαν σύντομα. Δεν θέλω να παραλείψω ένα ανέκδοτο γεγονός που έχει μια κάποια αξία. Αφορά στις εξοργιστικές δυσκολίες που δημιουργούσαν κάποιες χώρες όπως η Φινλανδία, με τις ακόρεστες απαιτήσεις τους, σχετικά με τις συνθήκες δανεισμού της Ελλάδας. Ηταν από τις πιο δυσάρεστες στιγμές που έζησα με τους Ευρωπαίους εταίρους μου.
Δεν ήταν εύκολο να πω στον Παπανδρέου κάτι που ακουγόταν σαν κατηγορία
Ηταν τρεις το πρωί και δεν επιτυγχανόταν συμφωνία -για 0,25% επιτόκιο!- και επιπλέον ζητούσαν εγγυήσεις και περισσότερες εγγυήσεις από την Ελλάδα. “Τον Παρθενώνα, τα ελληνικά νησιά…; Μέχρι πού θέλεις να φτάσεις; Είναι αυτό που θέλεις για εγγύηση;”, έφτασε να αναφωνήσει ένας αγανακτισμένος Παπανδρέου και σχεδόν έτσι ήταν, με μορφασμούς ασυνήθιστους για έναν ηγέτη με πρόσωπο πάντα ήρεμο, ήπιο και με τρόπους. Ομως, ναι, επεισόδια όπως αυτά τα ζήσαμε στις συνεδριάσεις μας», γράφει ο Ισπανός πολιτικός, εκδηλώνοντας εμμέσως και τη δική του δυσφορία για τη στάση κάποιων ευρωπαϊκών χωρών.
Ολοκληρώνοντας την περιγραφή για τον Παπανδρέου: «Πάντα ήπιος, τις ημέρες πριν την παραίτησή του, μου μετέφερε το πόσο απομονωμένος αισθανόταν μπροστά στην οικονομική και κοινωνική κατάσταση της χώρας του. Μάλιστα, μου μετέφερε τις αυξανόμενες δυσκολίες στο κοινοβούλιο που αντιμετώπιζε η κυβέρνησή του, ύστερα από τόσα σχέδια προσαρμογής και περικοπών κοινωνικών δαπανών, με την οικονομία και την απασχόληση να πηγαίνουν όλο και χειρότερα. Και η τρόικα γινόταν ολοένα πιο σκληρή. “Δεν μπορώ άλλο”, μου είπε… Τον καταλάβαινα και δεν ανέφερα ξανά το δημοψήφισμα. Μια πρωτοβουλία που πέθανε στους διαδρόμους και στα σαλόνια του Παλέ ντε Φεστιβάλ και των Συνόδων των Καννών».
Για τη Σύνοδο του G20 στις Κάννες ο κ. Θαπατέρο αναφέρεται και στο γενικότερο κλίμα που επικρατούσε ανάμεσα στους ηγέτες:
«Το τραπέζι ήταν πολύ μικρότερο και παραλληλόγραμμο. Βρισκόμασταν πολύ κοντά ο ένας στον άλλο, γεγονός που προμήνυε ένα κλίμα εμπιστοσύνης και ειλικρίνειας. Θα ήθελα να υποδείξω στους αναγνώστες ποιοι βρισκόμασταν εκεί: τα τέσσερα κράτη της ζώνης του ευρώ του G20, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία και Ισπανία, που εκπροσωπούνταν από τους ηγέτες των κρατών (στην περίπτωση της Γαλλίας από τον πρόεδρο) και τους υπουργούς Οικονομικών και την πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, την επικεφαλής του ΔΝΤ και τον πρόεδρο των ΗΠΑ, ο οποίος συνοδευόταν από τον υπουργό Οικονομικών.
Το πλαίσιο του G20 στις Κάννες ήταν στιγματισμένο από την αδυναμία της ζώνης του ευρώ, για την κατάσταση εμφράγματος που κυριαρχούσε στην Ελλάδα, για την αυξανόμενη αβεβαιότητα σχετικά με την Ιταλία και γενικά για την ένταση στις αγορές και τα ασφάλιστρα κινδύνου στις διάφορες ευρωπαϊκές χώρες».
«Δεν ήταν εύκολο να πω στον Παπανδρέου κάτι που ακουγόταν σαν κατηγορία»
Ο Θαπατέρο περιγράφει τη Σύνοδο των Καννών, τον Νοέμβριο του 2011, μην κρύβοντας ότι ήταν και ο ίδιος ενάντια στην ιδέα του δημοψηφίσματος: «Φτάσαμε στις Κάννες με τον τρόμο της πρωτοβουλίας του πρωθυπουργού Παπανδρέου να τεθεί δημοψήφισμα […] Η ιδέα του δημοψηφίσματος έπεσε σαν βόμβα στις κυβερνήσεις της ζώνης του ευρώ και στις Βρυξέλλες. Ηταν ημέρες μεγάλης νευρικότητας. Εμοιαζε ότι σε αυτή την περίπτωση η στάμνα, αφού πήγε πολλές φορές στην πηγή, θα έσπαγε και το ευρώ θα ανατινασσόταν. Η αντίδραση ήταν απλή. Αν διεξαγόταν το δημοψήφισμα, το πιθανότερο ήταν πως το αποτέλεσμα θα ήταν αρνητικό. Σε αυτή την περίπτωση δεν θα υπήρχε βοήθεια και το ενδεχόμενο στάσης πληρωμών θα ήταν αναπόφευκτο, με απρόβλεπτες συνέπειες. Ανάμεσα σε αυτές, ένα πιθανό σοκ και μαζική μετάδοση στις χώρες του ευρώ με τη μικρότερη αντοχή. Εκείνες τις μέρες μίλησα σε αρκετές περιπτώσεις προσωπικά με τον Παπανδρέου σχετικά με την πρωτοβουλία του. Του επισήμανα με σεβασμό, λόγω της ειλικρινούς εκτίμησης που νιώθω γι’ αυτόν, τους σοβαρούς κινδύνους που συνόδευαν την αιφνιδιαστική πρότασή του. Δεν ήταν εύκολο να πω στον Παπανδρέου κάτι που ακουγόταν σαν κατηγορία.
Πηγή : ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ
Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies, για την συλλογή στατιστικών στοιχείων και την διασφάλιση της καλύτερης εμπειρίας σας.
Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τη χρήση των cookies. Tι είναι τα Cookies;