Γράφει ο Αναστάσιος Λαυρέντζος
Η νέα ελληνική κυβέρνηση παραλαμβάνει μια χώρα η οποία αντιμετωπίζει μια σειρά από σοβαρά προβλήματα: Έχει ήδη συμπληρώσει μια δεκαετία αφ’ ότου χρεοκόπησε, πληθυσμιακά έχει εισέλθει σε φάση συνεχούς δημογραφικής συρρίκνωσης, απέναντί της έχει μια όλο και πιο απειλητική Τουρκία και παράλληλα δέχεται ένα μεγάλο μέρος από τις μεταναστευτικές ροές που στο εξής θα καταφθάνουν στην Ευρώπη.
Δημογραφική κατάρρευση
Από τις παραπάνω διεργασίες, η σημαντικότερη είναι σίγουρα η εν εξελίξει δημογραφική κατάρρευση, διότι αυτή οδηγεί τον ελληνισμό στον βιολογικό του αφανισμό. Σχετικά, αρκεί να αναφερθεί ότι το 2019 θα είναι η ένατη συνεχόμενη χρονιά μείωσης του ελληνικού πληθυσμού εξ αιτίας της υστέρησης των γεννήσεων έναντι των θανάτων. Μέσα σε αυτά τα χρόνια έφυγαν επίσης στο εξωτερικό μισό εκατομμύριο νέοι Έλληνες. Δηλαδή στην πράξη η χώρα υπέστη έναν δημογραφικό ακρωτηριασμό και μια μείωση του παραγωγικού της δυναμικού που μόνο μια βαριά πολεμική ήττα θα μπορούσε να προκαλέσει. Ζητούμενο είναι σήμερα τα κόμματα να αντιληφθούν το μέγεθος και τη σοβαρότητα του προβλήματος, ώστε να εκπονήσουν και να εφαρμόσουν μια μακρόπνοη και πολυδιάστατη δημογραφική στρατηγική.
Οικονομική στασιμότητα
Στο οικονομικό πεδίο τα διαρθρωτικά προβλήματα που οδήγησαν στη χρεοκοπία, αλλά και οι μετέπειτα χειρισμοί, προκάλεσαν στην οικονομία μια βαριά καθίζηση που τελικά μονιμοποιήθηκε. Την κατάσταση αυτή επιβάρυνε σημαντικά η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, η οποία μέσω της περιβόητης «διαπραγμάτευσης» του 2015 επέφερε τεράστια ζημιά στην οικονομία. Επιπλέον υπέγραψε ένα 3ο βαρύτατο μνημόνιο, εκχώρησε τη δημόσια περιουσία για 99 χρόνια, οδήγησε τις τράπεζες σε νέα κεφαλαιοποίηση και δεσμεύτηκε για υπερβολικά δημοσιονομικά πλεονάσματα έως το 2060. Σε «αντάλλαγμα» πήρε μια ανεπαρκή διευθέτηση χρέους, η οποία δεν το καθιστά βιώσιμο, αλλά απλώς μεταθέτει το πρόβλημα στο μέλλον. Σε αυτό το πλαίσιο, υπό καθεστώς υποχρηματοδότησης και υπερφορολόγησης, οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά παλεύουν σήμερα να επιβιώσουν.
Με την αλλαγή κυβέρνησης αναμένεται ότι θα υπάρξει μια ανοδική αντίδραση της οικονομίας. Ωστόσο, θα ήταν λάθος να αναμένει κανείς ότι αυτή η αντίδραση μπορεί να έχει διάρκεια, χωρίς την εφαρμογή ενός στρατηγικού σχεδίου για την παραγωγική ανασύνταξη της χώρας. Ενός σχεδίου που θα αξιοποιεί τα πλεονεκτήματα της σε διάφορους τομείς (τουρισμός, ναυτιλία, ναυπηγοεπισκευαστική βιομηχανία, γεωγραφική θέση, παιδεία, νέες τεχνολογίες). Κυρίως όμως θα αξιοποιεί το σημαντικότερο περιουσιακό στοιχείο της χώρας που είναι το ανθρώπινο της δυναμικό.
Τουρκική αποθράσυνση
Σε αυτή τη φάση η προκλητικότητα της Τουρκίας απέναντι στην Ελλάδα εντείνεται. Αυτό είναι συνέπεια της διευρυνόμενης διαφοράς γεωπολιτικού δυναμικού μεταξύ των δύο χωρών και ειδικότερα της ανατροπής της μεταξύ τους στρατιωτικής ισορροπίας. Πράγματι, στην περίοδο των «παχιών αγελάδων» τα ελληνικά κόμματα απέφυγαν «πάση θυσία» τη δημιουργία μιας ισχυρής εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας, ενώ στην περίοδο των μνημονίων περιέκοψαν δραστικά τις αμυντικές δαπάνες. Η συνέπεια είναι η μη ανανέωση του αμυντικού υλικού και τελικά η σταδιακή υποβάθμιση της αποτρεπτικής ισχύος των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων. Την ίδια ώρα με ποσοστό εγχώριας παραγωγής που ξεπερνά το 50% η Τουρκία προχωρά σε φαραωνικούς εξοπλισμούς, διευρύνοντας την υπεροχή της στον κρίσιμο τομέα των αεροναυτικών δυνάμεων. Τα αποτελέσματα είναι ορατά: η Τουρκία κάνει έναν θαλάσσιο Αττίλα ΙΙΙ στην Κύπρο, με γεώτρηση εντός της ΑΟΖ της, και από την άλλη μεριά η Ελλάδα σιωπά ή αναμένει την αντίδραση της ΕΕ.
Η Ελλάδα πρέπει να πάψει ως άλλο Βυζάντιο να αναζητά την αντιμετώπιση της Τουρκίας από τη Δύση και να αναλάβει η ίδια το ιστορικό φορτίο της υπεράσπισης των δικαίων της. Αυτό σημαίνει οτι απαιτείται η διαμόρφωση μιας σθεναρής εθνικής πολιτικής και η δημιουργία των υλικών προϋποθέσεων ώστε η χώρα να καταστεί ικανή για κάτι τέτοιο. Βασικό βήμα προς αυτή την κατεύθυνση είναι η οικοδόμηση μιας σύγχρονης εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας, η οποία θα προσφέρει οφέλη τόσο στην άμυνα όσο και στην οικονομία. Εν τω μεταξύ το πρώτο και άμεσο μέτρο που πρέπει να ληφθεί είναι η αύξηση της στρατιωτικής θητείας.
Μεταναστευτική εισβολή
Τα τελευταία χρόνια η αύξηση των μεταναστευτικών ροών δημιούργησε μια ανερχόμενη «οικονομική δραστηριότητα»: δεκάδες χοτ-σποτ κατασκευάστηκαν στα νησιά του Αιγαίου και στην ενδοχώρα, εταιρείες σίτισης «προσφύγων-μεταναστών» ιδρύθηκαν, εκατοντάδες ΜΚΟ λειτουργούν ανεξέλεγκτα, άφθονα κονδύλια διατίθενται για προγράμματα επιδότησης ενοικίων, παροχής μετρητών σε «πρόσφυγες» κλπ.
Παράλληλα όμως με την οικονομική διάσταση υπάρχει και η πολιτική: η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ μέσα από τη διευκόλυνση εισόδου και εγκατάστασης στη χώρα εκατοντάδων χιλιάδων παράνομων μεταναστών, είχε ως απώτερο σκοπό να προσποριστεί ψηφοφόρους μέσω μαζικών «ελληνοποιήσεων». Έτσι όμως διευκόλυνε τον τουρκικό σχεδιασμό, ο οποίος μέσω των μεταναστευτικών ροών επιδιώκει να δημιουργήσει στην Ελλάδα ένα θρησκευτικό και πολιτικό προγεφύρωμα. Ένα προγεφύρωμα, το οποίο αργότερα η Τουρκία θα χρησιμοποιήσει για να επηρεάζει τις εσωτερικές εξελίξεις στην Ελλάδα και εν τέλει να την δορυφοροποιήσει γεωπολιτικά.
Στη βάση των παραπάνω διαπιστώσεων απαιτείται η εφαρμογή μιας πολιτικής, η οποία θα ελέγξει τις μεταναστευτικές ροές και θα αποκαταστήσει την εθνική κυριαρχία. Έτσι θα γίνουν σεβαστά τα δικαιώματα του ελληνικού λαού, θα ακυρωθούν οι σχεδιασμοί τρίτων χώρων και η Ελλάδα θα μπορέσει να ενσωματώσει εκείνους τους αλλοδαπούς που έχουν τις προϋποθέσεις και την πρόθεση να ενταχθούν στην ελληνική κοινωνία.
Ανυπαρξία εθνικού σχεδιασμού
Τα παραπάνω τέσσερα ζητήματα είναι υπαρξιακής σημασίας για την Ελλάδα. Δηλαδή, καθένα από αυτά μπορεί να απειλήσει την ύπαρξή της ή να μεταβάλει ριζικά τη φυσιογνωμία της. Κάθε σοβαρή χώρα που θα βρισκόταν εν όψει τέτοιων εξελίξεων, θα είχε διαμορφώσει μια εθνική στρατηγική για την αντιμετώπισή τους. Δυστυχώς, όμως αυτό δεν συμβαίνει.
Ο λόγος είναι ότι το πολιτικό σύστημα αδυνατεί να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων ή ότι αντιλαμβάνεται τον ρόλο του ως εξαιρετικά περιορισμένο στο πλαίσιο των διαφόρων σχέσεων εξάρτησης. Σε κάθε περίπτωση όμως, είναι σαφές ότι για να μπορέσει ο ελληνισμός να συνεχίσει να υπάρχει ως αυτοκυρίαρχο πολιτικό υποκείμενο, απαιτείται ένα νέο συλλογικό όραμα. Ένα συλλογικό όραμα πατριωτικού εκσυγχρονισμού που θα είναι πολύ πιο ρωμαλέο και ριζοσπαστικό από τα ευχολόγια και τις αποσπασματικές επιδιώξεις που κατά κανόνα συνθέτουν την πολιτική ατζέντα. Αυτό είναι το ζητούμενο και από τη νέα κυβέρνηση ΝΔ, η οποία καλείται να ανταποκριθεί σε αυτή την ιστορική απαίτηση.
Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies, για την συλλογή στατιστικών στοιχείων και την διασφάλιση της καλύτερης εμπειρίας σας.
Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τη χρήση των cookies. Tι είναι τα Cookies;