ΠΡΟΦΟΡΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ: Ένας εξελισσόμενος διεπιστημονικός τομέας έρευνας, η σχέση της με την τοπική ιστορία και τη μαθητική τάξη

29 Μαΐου 201407:00

Της Νεκταρίας Δρίνη, Εκπαιδευτικού Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Ροδόπης.

Στο αγγλικό λεξικό της Οξφόρδης η Προφορική Ιστορία ορίζεται ως «Μαγνητοφωνημένες ιστορικές πληροφορίες που βασίζονται στην προσωπική γνώση του ομιλητή· η χρήση ή ερμηνεία αυτών των πληροφοριών ως επιστημονικό αντικείμενο». Όπως διαπιστώνεται από τον ορισμό πρόκειται για μια νέα σύλληψη της ιστοριογραφίας τόσο ως προς το περιεχόμενό της όσο και ως προς τη μέθοδο, και μπορεί να χρησιμοποιηθεί για ν’ αλλάξει το επίκεντρο της ιστορίας και ν’ ανοίξει νέες περιοχές έρευνας, αφού στρέφει το φακό της από την κεντρική σκηνή στην οποία διαδραματίζονται τα γεγονότα, στο χώρο δράσης των αφανών πλειοψηφιών, οι οποίες αποτελούν την κινητήρια δύναμη του ιστορικού γίγνεσθαι (Μπουτζουβή, 1998: 23). Αντικείμενό της γίνονται οι κοινοί άνθρωποι, που νιώθουν την ανάγκη να διατηρήσουν ζωντανό το παρελθόν τους με την κατάθεση του προσωπικού τους βιώματος. Με τη μέθοδο της συνέντευξης τα “αντικείμενα” της μελέτης μετασχηματίζονται σε “υποκείμενα” και η ιστορία που δημιουργείται είναι πλούσια και ρεαλιστική, γιατί βασικό προσόν της προφορικής ιστορίας είναι ότι επιτρέπει την πολυφωνία και αποκαλύπτει περισσότερες πλευρές του ίδιου πρίσματος σε μια πραγματικότητα που είναι εκ των πραγμάτων πολύπλευρη και περίπλοκη (Thompson, 2002: 34). Οι θεματικές της προφορικής ιστορίας, μεταξύ άλλων, αφορούν την οικογένεια, την καθημερινότητα, την καταπίεση, την αντίσταση, την οικιακή εργασία, την πολιτική στράτευση, τη μετανάστευση.

Θεωρητικός εισηγητής της υπήρξε ο ιστορικός του πανεπιστημίου της Κολούμπια Allan Nevins ο οποίος το 1938 εισηγήθηκε τον όρο προφορική ιστορία και δέκα χρόνια μετά άρχισε να ηχογραφεί αναμνήσεις προσώπων που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην αμερικανική ζωή. Άλλωστε οι αλλαγές στους τρόπους επικοινωνίας στις αρχές του αιώνα, κυρίως με το τηλέφωνο και το μαγνητόφωνο, αφαίρεσαν από τα έγγραφα πάνω σε χαρτί τον κεντρικό τους ρόλο, μετασχηματίζοντας με τον καιρό το χαρακτήρα της ιστορίας. Στην Ευρώπη ο Paul Thompson, ιστορικός στο πανεπιστήμιο του Essex, συμμετείχε ενεργά στην επιστημονική θεμελίωση της προφορικής ιστορίας στην Αγγλία και στο διεθνή χώρο, ώστε να θεωρείται από τους κυριότερους εκπροσώπους της. Κινούμενος στο κλίμα της νέας ιστορίας και της αντίληψης μιας «ιστορίας από τα κάτω» (Μπαδά και Μπούσχοτεν, 2002: 18, 19) προώθησε τη διεύρυνση του ενδιαφέροντος των ιστορικών στη μελέτη της ατομικής και συλλογικής μνήμης και των αφηγήσεων ζωής απλών ανθρώπων.

Βέβαια, αν αναζητήσουμε τις απαρχές της θα τις συναντήσουμε στη λαογραφία, της οποίας ανέκαθεν αγαπητό πεδίο έρευνας αποτελούσαν τα λαϊκά δημιουργήματα που εδράζονταν στην προφορικότητα, και στην ανθρωπολογία, η οποία αξιοποιεί την εργασία πεδίου και την ολιστική μελέτη της κοινωνίας. Κατά τη δεκαετία του ’90 οι προφορικές μαρτυρίες προσέλκυσαν το ενδιαφέρον επιστημόνων που ανήκουν στο ευρύ φάσμα των ανθρωπιστικών σπουδών γεγονός που προσδίδει στην προφορική ιστορία διεπιστημονικό χαρακτήρα.

Σκοπός της προφορικής ιστορίας είναι από τη μια η δημιουργία πρωτογενών ντοκουμέντων ως βάση για τη δημιουργία αρχείων, και από την άλλη η ερμηνεία, η διαδικασία της «σύστασης» της ιστορίας από τις προφορικές αφηγήσεις. Αυτές προϋποθέτουν τη μνήμη και δεδομένου ότι ο ερευνητής καλείται με τις κατάλληλες ερωτήσεις να την ξεκλειδώσει απαιτείται μέθοδος και τεχνική (Σακκά, 2004: 65).

Η μνήμη είναι μια κινητή, ζωντανή και συνεχώς μεταβαλλόμενη οντότητα που η ιστορικός Ρ.Β.Μπούσχοτεν παρομοιάζει «μ’ ένα αεικίνητο ποτάμι που το νερό του ανανεώνεται συνεχώς» (Β. Μπούσχοτεν, 1997: 211). Αν και τη στιγμή της αφήγησης η μνήμη είναι πάντα ατομική, ωστόσο τα άτομα θυμούνται και ανασυγκροτούν το παρελθόν τους πάντα ως μέλη μιας κοινωνικής ομάδας. Κάθε ατομική μνήμη είναι μια σκοπιά θεώρησης της συλλογικής μνήμης, συνεπώς δεν μπορεί να είναι ενιαία αλλά πολλαπλή, γιατί εξαρτάται από την κοινωνική ομάδα στο πλαίσιο της οποίας παράγεται (Παραδέλης, 1999: 28, 29).

Η συγκρότηση της ατομικής μνήμης (Β. Μπούσχοτεν, 1997: 211-220) είναι μια μακροχρόνια διαδικασία που ξεκινά με την εγγραφή των εμπειριών στη μνήμη. Η ατομική κατανόηση και το ενδιαφέρον, η θέληση αλλά και η ανάγκη επηρεάζουν τη διαδικασία εγγραφής (Thompson, 2002: 172). Στη συνέχεια, όταν νέες εμπειρίες ενσωματώνονται, τα αρχικά μηνύματα τροποποιούνται ή διαγράφονται και το παρελθόν επανερμηνεύεται συνεχώς υπό το πρίσμα του παρόντος. Τα συμφέροντα, οι πεποιθήσεις, οι ιδεολογίες, οι πολιτικές και ιστορικές συγκυρίες και οι προσδοκίες του παρόντος διαμορφώνουν τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι προσλαμβάνουν το παρελθόν. Μέχρι τη στιγμή της αφήγησης, πέρα από τη συμβολή της μνήμης, είναι δυνατόν η ανάκληση να εμποδίζεται από τη λήθη, την ενσυνείδητη αποσιώπηση ή την ασυνείδητη απώθηση. Τελικά η αφήγηση αποκτά προσωπικό ύφος και ερμηνεία, γεγονός που την καθιστά σημαντική, καθώς η περιρρέουσα ιστορία διεισδύει στην ατομική μνήμη και επηρεάζει την ερμηνεία των βιωμάτων.

Σ’ αυτό το σημείο πατούν οι ιστορικοί της παραδοσιακής ιστοριογραφίας που ισχυρίζονται ότι η προφορική αφήγηση δεν είναι το ίδιο το βίωμα, αλλά μια κατασκευή της μνήμης (Κυριακίδου-Νέστορος, 1993: 261). Η «κατασκευή της μνήμης» δεν αμφισβητείται, κάτι που ισχύει και για το γραπτό τεκμήριο, είναι όμως λιγότερο ελεγχόμενη. Η ίδια η αφήγηση ωθεί τον αφηγητή μπροστά χωρίς να του αφήνει περιθώρια αναίρεσης ή διόρθωσης, με αποτέλεσμα να αναβλύζουν πολλά στοιχεία που είναι εκτός κατασκευής, γι’ αυτό είναι πιο αξιόπιστα. Εδώ όμως βρίσκεται και η δύναμη της προφορικής ιστορίας, καθώς ο ερευνητής μπορεί να εμβαθύνει περισσότερο στις ατομικές και συλλογικές ταυτότητες της περιόδου που μελετά.

Η ενεργοποίηση της μνήμης που θα παράγει το πρωτογενές ιστορικό υλικό επιτυγχάνεται με την τεχνική της συνέντευξης, η οποία συνιστά μια ειδική επικοινωνιακή σχέση ανάμεσα στον ερευνητή και στον αφηγητή που λειτουργεί με τους δικούς της κανόνες συμπεριφοράς, η παράβαση των οποίων μπορεί να την καταστήσει αναποτελεσματική. Το ενδιαφέρον, ο σεβασμός, η ελαστικότητα, η κατανόηση πρέπει να χαρακτηρίζουν τον ερευνητή, για να δημιουργηθεί κλίμα εμπιστοσύνης και να αισθανθεί ο αφηγητής την ασφάλεια πως δεν πρόκειται να κριθεί για τις πράξεις του ή τις καταστάσεις που έζησε. Οτιδήποτε αφορά το πλαίσιο διεξαγωγής της συνέντευξης, δηλαδή η οικεία ατμόσφαιρα, η άνεση χρόνου, η επιλογή τόπου, η παρουσία τρίτων, οι συχνές διακοπές καθορίζουν επίσης σε μεγάλο βαθμό την επιτυχία της και πρέπει να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη.

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης ο ερευνητής, πρέπει πέρα από τη συλλογή μαρτυριών για την αποκατάσταση των γεγονότων, να στοχεύει παράλληλα στην ανασυγκρότηση της βιωμένης εμπειρίας, στο «πώς το έζησαν» οι συγκεκριμένοι άνθρωποι. Μέσα από την αφήγηση της εμπειρίας ο ιστορικός καλείται να ανιχνεύσει τη λογική που διέπει το λόγο του αφηγητή, που είναι και η λογική της ζωής του (Κυριακίδου-Νέστορος, 1993: 260). Στην ανάλυση αυτής της λογικής, βρίσκεται η επιστημονική διάσταση της προφορικής ιστορίας. Το άνοιγμα του διαλόγου μ’ αυτήν την υποκειμενικότητα αποκτά και ψυχολογικές διαστάσεις με αντίκτυπο τόσο στον αφηγητή όσο και στον ερευνητή. Το συναπάντημα των δύο αυτών κόσμων, τροφοδοτεί τις δύο πλευρές με προβληματισμούς, κυοφορεί σκέψεις, αντιδράσεις και συναισθηματικούς κραδασμούς που κάνουν το ταξίδι στο παρελθόν εποικοδομητικό και γοητευτικό.

Τα τεκμήρια που προκύπτουν από μια συνέντευξη καταγράφονται στο μαγνητόφωνο. Η ηχογράφηση όχι μόνο καταγράφει τις λέξεις έτσι όπως ακριβώς ειπώθηκαν αλλά μεταφέρει και όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά του προφορικού λόγου που τον διακρίνουν από το γραπτό, όπως προφορά, τονισμός και ένταση της φωνής, ποικιλίες ύφους, αποχρώσεις αβεβαιότητας, χιούμορ, συναισθηματική ένταση, σιωπές και ανολοκλήρωτες εκφράσεις, στοιχεία που είναι σημαντικά για την πληρέστερη κατανόηση μιας προφορικής αφήγησης. Και ενώ η γραπτή μαρτυρία δεν μπορεί να αναιρεθεί, η προφορική δεν μπορεί να επαναληφθεί ποτέ ακριβώς με τον ίδιο τρόπο. Αυτή η αντιφατικότητα την φέρνει πιο κοντά στην ανθρώπινη φύση.

Η πραγματική δύναμη της προφορικής ιστορίας ως ιστορικής πηγής ενεργοποιείται, όταν οι συνεντεύξεις συγκεντρώνονται, γίνονται προσβάσιμες και ενσωματώνονται στο βασικό αρχειακό κορμό μαζί με τις άλλες πηγές. Η συνύπαρξη στον ίδιο χώρο μαζί με το έντυπο, χειρόγραφο και φωτογραφικό υλικό ενθαρρύνει τη δημιουργία ενός σύνθετου αρχείου (Perks, 1998: 67-75) που επιτρέπει τη συγκριτική έρευνα και την πολύπλευρη ιστορική ερμηνεία. Έτσι η προφορική ιστορία δεν περιθωριοποιείται ως υλικό διαφορετικό και προβληματικό αλλά αποδεικνύει ότι μπορεί να καλύψει τα κενά που υπάρχουν στην κληρονομιά των ιστορικών τεκμηρίων.

Στην Ελλάδα η πορεία που έχει διανύσει η προφορική ιστορία είναι σχετικά σύντομη, αφού μόλις στα τέλη της δεκαετίας του 1980 έκανε την εμφάνισή της στο χώρο των κοινωνικών επιστημών και άρχισε να γίνεται αποδεκτή από την επίσημη ιστοριογραφία. Ωστόσο οι απαρχές της θα μπορούσαν να εντοπιστούν στο χώρο της Λαογραφίας, με τη Μέλπω Λογοθέτη-Μερλιέ και τους συνεργάτες της να συγκεντρώνουν τη δεκαετία του 1930 προφορικές αφηγήσεις προσφύγων από τη Μικρά Ασία και τους Ά. Κυριακίδου-Νέστορος και Μ. Μερακλής αρκετά χρόνια μετά να στρέφονται στις ιστορίες ζωής και τις αυτοβιογραφίες αντίστοιχα. Τη δεκαετία του ’90 η προφορική ιστορία άρχισε να διεκδικεί θέση στον ελληνικό ακαδημαϊκό και ερευνητικό χώρο με τη διεξαγωγή επιστημονικών ημερίδων και συνεδρίων.

Την τελευταία πενταετία ο κλάδος παρουσιάζει μια ιδιαίτερη ανάπτυξη όχι μόνο μέσα στα πανεπιστήμια με την εισαγωγή αντίστοιχων μαθημάτων αλλά κυρίως με τη δημιουργία ομάδων εθελοντών στα πλαίσια μιας τοπικής κοινωνίας οι οποίες συλλέγουν προφορικές μαρτυρίες, μετά από μια ταχύρρυθμη εκπαίδευση. Ενδεικτικά αναφέρονται η Ομάδα Προφορικής Ιστορίας Χανιών και η Ομάδα Προφορικής Ιστορίας Κυψέλης. Η δεκαετία του ’40, η Καθημερινή ζωή, η Μετανάστευση, η Εργασία, η Οικογένεια, ο Αστικός χώρος ήταν τα πεδία που απασχόλησαν τους ερευνητές. Το 2012 ιδρύθηκε η Ένωση Προφορικής Ιστορίας με στόχο την προώθηση της προφορικής ιστορίας και της βιογραφικής έρευνας ως έγκυρες μεθόδους καταγραφής και ερμηνείας της ιστορίας και της σύγχρονης κοινωνικής πραγματικότητας. Στις δραστηριότητες της Ένωσης εντάσσεται η οργάνωση δύο συνεδρίων. Στο πρώτο απ’ αυτά μια από τις θεματικές με τις αντίστοιχες εισηγήσεις της αφορούσε την προφορική ιστορία στην εκπαίδευση, γεγονός που αποδεικνύει την εκπαιδευτική σημασία των προφορικών πηγών στο περιβάλλον της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.

Πράγματι η προφορική ιστορία προσφέρεται ως μέθοδος για την εφαρμογή της στην τάξη στα πλαίσια του μαθήματος της Ιστορίας, Νεότερης και Σύγχρονης, και ειδικότερα της Τοπικής Ιστορίας, η διδασκαλία της οποίας προβλέπεται από το Α.Π. για την Γ’ γυμνασίου, ως αυτόνομο μάθημα πρότζεκτ ή ενταγμένο στα πολιτιστικά προγράμματα. Η σύνδεση ανάμεσα στην προφορική και τοπική ιστορία είναι προφανής, αν ληφθεί υπόψη το δίπολο γύρω από το οποίο κινούνται τα θέματα της τοπικής ιστορίας: τόπος και άνθρωποι. Τη φωνή των ανθρώπων που βίωσαν τα γεγονότα σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο έρχεται να προσθέσει στις πηγές της τοπικής η προφορική ιστορία.

Για να εφαρμοστεί ένα πρόγραμμα συλλογής προφορικών μαρτυριών στο σχολικό περιβάλλον απαιτείται σωστός προγραμματισμός, και οργανωμένη πορεία δουλειάς που ακολουθεί συγκεκριμένα στάδια (Λάζου, 2004: 81-90). Αρχικά οι μαθητές σε συνεργασία με τον καθηγητή πρέπει να επιλέξουν το θέμα και να θέσουν το προς διερεύνηση ερώτημα. Η επιλογή του θέματος εξαρτάται από το ενδιαφέρον των ομάδων εργασίας, την καταλληλότητα και την προσαρμογή του θέματος στο επίπεδο του μαθητικού δυναμικού της σχολικής τάξης, στη διάθεση χρόνου, και κυρίως στη διαθεσιμότητα των πληροφορητών. Το εφαλτήριο μπορεί να αποτελέσει μια αναφορά στο σχολικό βιβλίο, μια τηλεοπτική εκπομπή, ένα αφιέρωμα σε μια εφημερίδα, μια εικόνα ή φωτογραφικό υλικό.

Το δεύτερο βήμα είναι η μελέτη της σχετικής βιβλιογραφίας, τοπικής και γενικότερης. Οι ιστορικές πληροφορίες που θα αποκομίσουν οι μαθητές θα βοηθήσουν όχι μόνο στη σύνταξη του ερωτηματολογίου αλλά και στη σωστή λειτουργία της συνέντευξης. Το «όσο περισσότερα γνωρίζει ο ερευνητής, τόσο περισσότερα μαθαίνει» (Βερβενιώτη, 2002: 177) συνιστά αξίωμα και οι μαθητές-ερευνητές οφείλουν να ξέρουν τι ακριβώς αναζητούν. Ο καταλληλότερος χώρος γι’ αυτό το σκοπό είναι η βιβλιοθήκη του σχολείου ή κοντινότερη διαθέσιμη βιβλιοθήκη, όπου ο καθηγητής και η ομάδα εργασίας θα εντοπίσουν και θα μελετήσουν τις γραπτές πηγές σχετικά με το αντικείμενο της έρευνας και το ιστορικό περιβάλλον.

Στη συνέχεια οι μαθητές με τη βοήθεια του καθηγητή καλούνται να συντάξουν το ερωτηματολόγιο. Οι ερωτήσεις πρέπει να δίνουν τη δυνατότητα στους αφηγητές να αναπτύξουν λόγο και όχι να οδηγούν σε μονολεκτικές απαντήσεις. Επίσης θα πρέπει να αποφεύγονται ερωτήσεις που υποβάλλουν συγκεκριμένες απαντήσεις. Φυσικά κατά τη διάρκεια της συνέντευξης δεν αποκλείεται από τους μαθητές η υποβολή οποιαδήποτε άλλης ερώτησης. Το ίδιο πρέπει να καταρτιστεί και ένας κατάλογος με τους πληροφορητές στους οποίους θα μπορούν οι μαθητές να απευθυνθούν. Τα πρόσωπα πρέπει να έχουν άμεση σχέση με το θέμα της μελέτης, να προέρχονται από το άμεσο περιβάλλον του μαθητή, για να μπορεί να έχει εύκολη πρόσβαση σ’ αυτούς, και να γνωρίζουν εκ των προτέρων για το περιεχόμενο και το σκοπό της εργασίας των μαθητών.

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, κατά την οποία η χρήση κασετοφώνου ή βιντεοκάμερας θεωρείται βασική προϋπόθεση, ο μαθητής πρέπει να γνωρίζει ότι δε λειτουργεί ως δημοσιογράφος ούτε ως ανακριτής αλλά ως συμμέτοχος στην παραγωγή της ιστορικής γνώσης. Οφείλει επίσης να κατανοήσει ότι η σχέση που θα αναπτύξει με τον αφηγητή είναι πολύ σημαντική για τη συλλογή της προφορικής μαρτυρίας, γι’ αυτό πρέπει να δείξει σοβαρότητα, υπομονή και ευγένεια. «Εκβιασμοί» απαντήσεων, διακοπές στη ροή του λόγου του αφηγητή, αντιδικίες και διορθώσεις πρέπει να αποφεύγονται, ενώ χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή σε ευαίσθητα θέματα (Σακκά, 2008: 15, 16). Στάσεις, κινήσεις, αντικείμενα που προσκομίζει ο αφηγητής χρήσιμο είναι να καταγράφονται σε σημειωματάριο.

Μετά τη συλλογή ακολουθεί η απομαγνητοφώνηση του περιεχομένου της μαγνητοταινίας, που είναι μια χρονοβόρα διαδικασία. Είναι δυνατόν να γίνει απομαγνητοφώνηση επιλεκτικών σημείων ή απλή μεταγραφή των πληροφοριών. Σε κάθε περίπτωση οι μαθητές οφείλουν να εστιάσουν την προσοχή τους, οξύνοντας έτσι την παρατηρητικότητά τους, σε παραγλωσσικά γνωρίσματα της ομιλίας, που μπορούν να επιδράσουν στην ερμηνεία των μαρτυριών. Η γλώσσα, η ένταση και ο τόνος της φωνής, είναι στοιχεία κοινωνικών συνειρμών, ενώ οι παύσεις και οι σιωπές έχουν συναισθηματικό περιεχόμενο. Το καταγεγραμμένο υλικό και οι κασέτες ήχου αριθμούνται και ταξινομούνται μαζί με όλα τα στοιχεία που θα κάνουν εφικτή μια μελλοντική «ανάγνωσή» του.

Όλα τα παραπάνω στοιχεία αξιοποιούνται κατά την επόμενη φάση της κριτικής ανάλυσης. Σ’ αυτήν τη φάση το προφορικό υλικό αποτελεί θέμα συζήτησης με σκοπό τη συναγωγή συμπερασμάτων. Οι πληροφορίες διασταυρώνονται, συγκρίνονται με τις αντίστοιχες γραπτές και ελέγχεται η αξιοπιστία τους. Μέσω αυτής της διαδικασίας οι μαθητές μαθαίνουν να κρατούν κριτική στάση απέναντι στις πηγές και να αναγνωρίζουν τη μονομέρεια, το φανατισμό, την πλαστότητα και την προκατάληψη. Ακολουθεί η σύνταξη της εργασίας, στην οποία μπορεί να γίνει συνδυασμός προφορικών και γραπτών πηγών. Σε όλες τις προηγούμενες φάσεις ο ρόλος του καθηγητή είναι καθοδηγητικός και επικουρικός. Το πρόγραμμα ολοκληρώνεται με την παρουσίαση των αποτελεσμάτων της ερευνητικής δραστηριότητας των μαθητών και της διαδικασίας που ακολουθήθηκε, είτε σε επίπεδο σχολείου ή κοινότητας, αφού το σχολείο αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της κοινωνίας που το περιβάλλει.

Από τα παραπάνω εύκολα γίνεται αντιληπτό ότι η αξιοποίηση της προφορικής ιστορίας στην εκπαιδευτική διαδικασία λειτουργεί ως μια «ριζοσπαστική» διδακτική πρόταση (Νάκου, 2013: 341, 342) μέσω της οποίας καλλιεργούνται ποικίλες και σημαντικές δεξιότητες. Μαθαίνουν να ερευνούν καθώς αναζητούν θέμα και πληροφορητές, εξασκούνται στο γραπτό τόσο στη σύνταξη του ερωτηματολογίου όσο και στο ιστορικό κείμενο, κινούμενοι μέσα στις μαρτυρίες οξύνουν την κριτική τους ικανότητα και τον επαγωγικό τρόπο σκέψης ενώ μέσα από την επαφή με τον κόσμο των ενηλίκων οι μαθητές αναπτύσσουν την ενσυναίσθηση και τη σωστή συμπεριφορά. Τέλος η εξοικείωση με τα μέσα της τεχνολογίας προκύπτει αβίαστα σε όλη τη διάρκεια συλλογής και επεξεργασίας του υλικού. Άλλωστε οι σύγχρονοι έφηβοι θεωρούνται «ψηφιακοί ιθαγενείς» στον κόσμο των ΤΠΕ σ’ αντίθεση με τους «ψηφιακούς μετανάστες», τους ενήλικες (Prensky, 2001).

Βέβαια η προφορική ιστορία είναι μια σοβαρή και απαιτητική επιδίωξη και πάντα ελλοχεύει ο κίνδυνος η ανταπόκριση των μαθητών και τα αποτελέσματα να μην είναι τα αναμενόμενα. Από την άλλη η απουσία σχετικής επιμόρφωσης των καθηγητών επιτείνει τις δυσκολίες του εγχειρήματος και κάνει την προφορική ιστορία τη λιγότερο χρησιμοποιημένη στρατηγική διδασκαλίας. Ωστόσο είναι μια διαδικασία ενεργητική, που προάγει την ανακαλυπτική μάθηση και τη συνεργατική διδασκαλία, μπορεί να δώσει χρώμα και βάθος στο μάθημα της ιστορίας και να νοηματοδοτήσει τη διαδικασία της γνώσης με διαφορετικό περιεχόμενο. Και αν ληφθεί υπόψη ότι οι ιστορίες ζωής που διασώζονται μέσα από τις προφορικές μαρτυρίες αποτελούν ζωντανό υλικό το οποίο χάνεται για πάντα, όταν χαθεί ο αφηγητής, τότε η εμπλοκή με την προφορική ιστορία γίνεται πρόκληση.

Τα λόγια ενός αφηγητή με τον οποίο συνομίλησα, όταν συγκέντρωνα προφορικές μαρτυρίες για την περίοδο της Βουλγαρικής Κατοχής και του Εμφυλίου πολέμου, στα πλαίσια εκπόνησης της μεταπτυχιακής μου εργασία, αξίζει να αποτελέσουν τον επίλογο ενός κειμένου αφιερωμένο στην προφορική ιστορία:

«Και συ ό τι έπαθες, ό τι έπαθες είτε καλό είτε κακό, θα το θυμάσαι. Και το καλό και κακό θυμιέται, να το ξέρεις αυτό, στο εγγυώμαι εγώ, ή καλό έπαθες ή κακό από παιδί, που μπόρεσες να το κρατήσεις στη μνήμη σου, μέχρι να πεθάνεις θα το θυμάσαι».

 

 Βιβλιογραφία

Βαν Μπούσχοτεν, Ρ. (1997). Ανάποδα χρόνια. Συλλογική μνήμη και ιστορία στο Ζιάκα Γρεβενών (1900-1950). Αθήνα: Πλέθρον.

Βερβενιώτη, Τ. (2002). Προφορική Ιστορία και έρευνα για τον ελληνικό εμφύλιο: η πολιτική συγκυρία, ο ερευνητής και ο αφηγητής. Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, 107 Α’, 157-181.

Κυριακίδου-Νέστορος, Α. (1993). Λαογραφικά Μελετήματα ΙΙ. Αθήνα: Πορεία.

Λάζου, Β. (2004). Οι προφορικές μαρτυρίες ως ιστορική πηγή: Τρόποι αξιοποίησής τους στο σχολικό περιβάλλον, Θαλλώ, 15, 81-90.

Μπαδά, K. & Βαν Μπούσχοτεν, R. (2002). Εισαγωγή. Στο P. Thompson, Φωνές από το παρελθόν: Προφορική Ιστορία (σσ. 17-28). Αθήνα: Πλέθρον.

Μπουτζουβή, Α. (1998). Προφορική ιστορία: όρια και δεσμεύσεις. Στο Πρακτικά Διεθνούς Ημερίδας «Μαρτυρίες σε ηχητικές και κινούμενες αποτυπώσεις ως πηγή της Ιστορίας», 30 Μαΐου 1997, Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα Ιστορίας-Αρχαιολογίας (σσ. 23-27). Αθήνα: Κατάρτι.

Νάκου, Ε. (2013). Η προφορική ιστορία στην εκπαίδευση ως ριζοσπαστική μαθησιακή διαδικασία. Στο Ρ. Βαν Μπούσχοτεν, Τ. Βερβενιώτη, Κ. Μπάδα, Ε. Νάκου, Π. Πανταζής & Π. Χαντζαροπούλου (Επιμ.), Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου «Γεφυρώνοντας τις γενιές: διεπιστημονικότητα και αφηγήσεις ζωής στον 21ο αι. Προφορική ιστορία και άλλες βιοϊστορίες» (σσ. 339-352). Βόλος: Ένωση Προφορικής Ιστορίας.

Παραδέλλης, Θ. (1999). Ανθρωπολογία της μνήμης. Στο Ρ. Μπενβενίστε & Θ. Παραδέλλης (Επιμ.), Πρακτικά επιστημονικής συνάντησης «Διαδρομές και τόποι της μνήμης: Ιστορικές και ανθρωπολογικές προσεγγίσεις», Πανεπιστήμιο Αιγαίου (σσ. 27-50). Αθήνα: Αλεξάνδρεια.

Perks, R. (1998). Αρχειοθετώντας την προφορική ιστορία: Ζητήματα πρόσβασης και χρηστικότητας. Στο Πρακτικά Διεθνούς Ημερίδας «Μαρτυρίες σε ηχητικές και κινούμενες αποτυπώσεις ως πηγή της Ιστορίας», 30 Μαΐου 1997, Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα Ιστορίας-Αρχαιολογίας (σσ. 66-77). Αθήνα: Κατάρτι.

Prensky, Μ. (2001). Digital Natives, digital Immigrants. On the Horizon, Vol. 9 (No. 5), MCB University Press.

Σακκά, Β. (2008). Προφορική Ιστορία και Σχολείο: Η ιστορία ως βιωμένη εμπειρία και η διδακτική της αξιοποίηση. Διαθέσιμο στο διαδικτυακό τόπο: “http://www.academia.edu/904000” (13/4/2014)

Σακκά Β. (2004). Προφορική Ιστορία και Σχολείο: Η ιστορία ως βιωμένη εμπειρία. Τεκμήριον, 4, 65-87.

Thompson, P. (2002). Φωνές από το παρελθόν: Προφορική Ιστορία. Αθήνα: Πλέθρον.

 Δικτυογραφία

www.epi.uth.gr

 

Αρθρογράφος

blank
Τμήμα Ειδήσεων Hellas Press Media
Η Hellas Press Media είναι το πρώτο ενημερωτικό Δίκτυο που δημιουργήθηκε στην Ελλάδα. Αν θέλετε να ενταχθείτε στο Δίκτυο επικοινωνήστε στο info@hellaspressmedia.gr