Γράφει ο Γιάννης Βαληνάκης*
Το 2022 θα είναι λογικά μια ακόμη πιο δύσκολη χρονιά για τα ελληνο-τουρκικά και το Κυπριακό — τη ραχοκοκαλιά της εθνικής στρατηγικής.
Η εκθετικά κλιμακούμενη επιθετικότητα της Τουρκίας αναπτύσσεται σε ένα ασταθές διεθνές περιβάλλον που συχνά αφήνει ατιμώρητες τις επεκτατικές τάσεις και υβριδικές επιθέσεις. Οι ΗΠΑ αποσύρονται από τον ρόλο του παγκόσμιου χωροφύλακα και η πολυφωνική ΕΕ παραλύει μέσα σε εσωτερικές διχόνοιες. Καίριες δυτικές αξίες απειλούνται από αυταρχικές μεγαλομεσαίες Δυνάμεις που διαβλέπουν παράθυρο ευκαιρίας για περιφερειακή ηγεμόνευση.
Τι μπορούμε υπό αυτές τις συνθήκες να περιμένουμε στα λεγόμενα «εθνικά» μας θέματα το 2022;
Προβάλλοντας ρεαλιστικά στο ορατό μέλλον τις εξελισσόμενες τάσεις (και πλην ανέλπιστων θετικών απρόοπτων) το άμεσο γεωπολιτικό μας περιβάλλον διαγράφεται πιο ασταθές και επικίνδυνο.
Κατά το περιπετειώδες 2020 πλησιάσαμε πολύ τη σύγκρουση «επί του πεδίου» με την Τουρκία και οι βασικές παράμετροι του χειρότερου δυνατού σεναρίου (βάσει του οποίου σχεδιάζεται μια αξιόπιστη στρατηγική) δεν φαίνεται να άλλαξαν ιδιαίτερα. Η Άγκυρα κλιμακώνει συνεχώς με διευρυνόμενες απειλές πολέμου και «νίκης» και ανερυθρίαστη προβολή και υλοποίηση αντίστοιχων σχεδιασμών και κινήσεων.Συνειδητοποιώντας μετά το 2020 τη σκληρή πραγματικότητα ενός επιθετικότατου γείτονα και μιας φλύαρης αλλά άβουλης Δύσης, η κυβέρνηση απάντησε με εκτεταμένο επανεξοπλισμό και διεύρυνση των συμμαχιών.
Όσο όμως κι αν κινητοποιήθηκε, κι όσο ισχυρή και να θεωρεί την αποτρεπτική της στρατηγική, η Τουρκία όχι μόνο δεν υποχώρησε πουθενά, αλλά και πολλαπλασίασε τις παράλογες διεκδικήσεις της. Πιέζει καταιγιστικά απαιτώντας υπό απειλές πολέμου να της παραχωρήσουμε νησιά (τώρα και τα μεγαλύτερα), θαλάσσιες ζώνες, και τον γεωστρατηγικό χώρο του Αν.Αιγαίου και της Αν. Μεσογείου.
Όταν μέσα στην Αθήνα και στο υψηλότερο επίπεδο ο Ρ.Τ.Ερντογάν έθεσε θέμα «αναθεώρησης» της Συνθήκης της Λοζάνης, δηλ. των συνόρων μας, αμφιβάλλουμε ότι παλαιά και νεοεπιχειρούμενα τετελεσμένα συγκλίνουν στον στόχο «ανατροπής» της Λοζάνης το 2023; Λογικά, ο Τούρκος Πρόεδρος θεωρεί τη σύγκρουση αναπόφευκτη, πιθανότατα και ευπρόσδεκτη. Πιέζεται πλέον εσωτερικά αλλά και χρονικά ο ίδιος, και ανησυχεί για κλείσιμο της στρατιωτικής ψαλίδας. Όταν κατά τους νομικούς η αναθεώρηση Συνθηκών Ειρήνης είναι αδύνατη, η λογική λέει ότι ο μόνος άλλος τρόπος να εξασφαλιστεί είναι δια της στρατιωτικής οδού.
Κάθε προσεκτικός αναλυτής αντιλαμβάνεται ότι ο Ερντογάν προετοιμάζεται και σκηνοθετεί επί τούτου και ένα διεθνώς «νομιμοποιητικό » αφήγημα περί Τουρκίας που «αντιδρά εν αμύνη απέναντι στον επεκτατικό Ελληνισμό».
Ως χώρα ευρωπαική και φιλειρηνική, η Ελλάδα τείνει ενστικτωδώς να παραμερίζει τέτοια σενάρια ως απλά αδιανόητα. Πιστεύει κατά τα φαινόμενα (και μάλλον «ευσεβοποθικά») ότι με ειλικρινή διάλογο και διεθνείς πιέσεις η Τουρκία θα παραιτηθεί των επιδιώξεών της. Ίσως βέβαια στοχεύει απλά να κερδίσει χρόνο ελπίζοντας σε αλλαγή του στρατιωτικού ισοζυγίου, ή να μετακυλήσει δύσκολες αποφάσεις στην επόμενη ηγεσία.
Κάθε όμως κρίση εύκολα μπορεί να κλιμακωθεί σε ένοπλη σύγκρουση, κι όχι απαραίτητα σύντομη ή περιορισμένη σε ναυτικό ή αεροπορικό επεισόδιο. Κι αν η στρατιωτική ηγεσία είναι πάντα έτοιμη για κάθε ενδεχόμενο, η πολιτική μάλλον προτιμά να «εξορκίζει το αδιανόητο».
Γιατί ναι μεν επιτυγχάνονται νέες συμμαχίες και παραγγέλνονται εντυπωσιακοί εξοπλισμοί, αλλά στέλνονται και επικίνδυνα μηνύματα αναποφασιστικότητας : εκκωφαντική σιωπή περί των θαλάσσιων διεκδικήσεών μας, επίσημη αποκήρυξη του Χάρτη της Σεβίλης που τις αποτυπώνει, ρυμούλκησή μας σε «διερευνητικές επαφές» και διάλογο εφ’όλης της ύλης (μέσω ΟΗΕ) στη βάση σχεδόν αποκλειστικά τουρκικής ατζέντας, εκδίωξη από τουρκικές φρεγάτες κάθε φιλικού ερευνητικού σκάφους από την οριοθετημένη ΑΟΖ μας, «αδειάσματα» από συμμάχους στα κρισιμότερα ζητήματα, απουσία στρατηγικής στην οποία να «κουμπώνουν» τα νέα οπλικά συστήματα, κλπ.
Παρά τις εύλογες ελπίδες για το αντίθετο, τα ανησυχητικά σενάρια είναι λογικά τα πιθανότερα για το 2022.
Η Άγκυρα θα αυξήσει την πίεση διμερώς αλλά και με εκστρατεία διεθνούς αμαύρωσής μας, ενώ θα προχωρά καθημερινά στην εφαρμογή επί του πεδίου της «Γαλάζιας Πατρίδας» : με επισημοποίηση των επεκτατικών χαρτών της και των συναφών απροκάλυπτων απειλών, με διεύρυνση της στρατιωτικής της ισχύος (δολιχοδρομώντας ανάμεσα στα όποια άτυπα εμπάργκο της έχουν επιβληθεί), με ενίσχυση της εικόνας της ως παγκόσμιας δύναμης-σημαιοφόρου του ισλαμισμού (και κάθε Μουσουλμάνου στη Δύση) που αντιμάχεται τις δυτικές αξίες (ειρηνική επίλυση διαφορών, δημοκρατία, ανθρώπινα δικαιώματα) και τη διεθνή τάξη πραγμάτων που μεταξύ άλλων «συρρίκνωσε» την Οθωμανική Αυτοκρατορία στα σημερινά της όρια.
Η προσπάθεια αναστροφής των πρόσφατων ελληνικών συμμαχιών θα ενταθεί. Πέρα απ’τη γενικότερη επιχείρηση «διόρθωσης πορείας» που ήδη αποδίδει (με ΗΠΑ, κράτη-μέλη και την ίδια την ΕΕ, Αρμενία, Συρία κλπ), θα επικεντρώσει στην υπονόμευση των «στρατηγικών συμμαχιών» μας, δηλ. με τα ΗΑΕ, τη Σαουδική Αραβία και το Ισραήλ. Ακόμη πιο επικίνδυνες εξελίξεις επαπειλούνται (και πρέπει οπωσδήποτε να αποφευχθούν) σχετικά με την επιβεβαίωση που προετοιμάζεται του μνημονίου με τη Λιβύη, αλλά και την εναπομένουσα οριοθέτηση ΑΟΖ Ελλάδας-Αιγύπτου. Το Κάιρο έχει έμμεσα υπονοήσει ότι την τεράστια περιοχή ΑΟΖ ανατολικότερα της Ρόδου προτιμά —υπό όρους— να την οριοθετήσει με την Άγκυρα, κι όχι με την Αθήνα. Απλά περιμένει ακόμη περισσότερες παραχωρήσεις από τον Ερντογάν σχετικά με το θέμα Αδελφοί Μουσουλμάνοι, το μοίρασμα επιρροής στη Λιβύη κλπ. Όμως τη Λυδία λίθο για την οριοθέτηση αποτελεί το τουρκικό «δώρο» μιας θαλάσσιας περιοχής (μεγέθους Πελοποννήσου) που έχει ήδη προσφέρει η Άγκυρα στην Αίγυπτο —αν συμφωνήσει μαζί της. Ανάλογη προσφορά που οδήγησε στο μνημόνιο είχε κάνει και στη Λιβύη. Πιστεύουμε πραγματικά ότι το Κάιρο και οποιαδήποτε μελλοντική κυβέρνηση στην Τρίπολη θα προτιμήσουν τη δική μας πρόταση (50-50% )που θα τους παραχωρούσε πολύ μικρότερη έκταση; Ήδη για να εξασφαλίσουμε την μερική οριοθέτηση με την Αίγυπτο χρειάστηκε να αποδεχθούμε την κατανομή 55-45%.
Ή λοιπόν η Αθήνα κινείται «έξυπνα» με τη δέουσα (δυστυχώς) αντιπροσφορά (και πίεση διμερή και μέσω τρίτων) και προλαμβάνει τις εξελίξεις, ή θα θρηνήσουμε το οριστικό τέλος οποιασδήποτε θαλάσσιας ζώνης πέραν των 6 ν.μ. στην Αν.Μεσόγειο.
Δυστυχώς προβλέψιμη ήταν και η πρόσφατη κατάρρευση του EastMed που πλέον παρά τα περί του αντιθέτου λεγόμενα, στέλνει κι άλλα ανησυχητικά μηνύματα σε συμμάχους και αντιπάλους.
Στον σημερινό και γεμάτο ανατροπές κόσμο που ζούμε, η ορθή αξιολόγηση και πρόβλεψη αλλά και η διπλωματική ευελιξία είναι απαραίτητες όσο ποτέ. Η Τουρκία δεν πρέπει να υπερτιμάται, αλλά ούτε και να υποτιμάται. Συνιστά σήμερα και στο προβλεπτό μέλλον έναν επιθετικό και εξαιρετικά κινητικό γείτονα που καραδοκεί να επωφεληθεί από ευκαιρίες και λάθη μας, ακόμη και με χρήση στρατιωτικής βίας. Δεν αντιμετωπίζεται σαν λογικός «Ευρωπαίος γείτονας» και γι αυτό χρειαζόμαστε επειγόντως μια νέα στρατηγική και «έξυπνες» προληπτικές κινήσεις στο διπλωματικό πεδίο, ώστε να εξασφαλίσουμε τα δικαιώματα και συμφέροντά μας, χωρίς να επανεγκλωβιστούμε σε επικίνδυνα «διλήμματα» όπως αυτά που μάς επιβλήθηκαν σε κάθε σχεδόν κρίση.
* Ο κ. Γιάννης Βαληνάκης είναι καθηγητής και πρώην υφυπουργός Εξωτερικών, αρχική δημοσίευση κειμένου στα ΝΕΑ 15/5/2022Ο Γιάννης Βαληνάκης συμμετείχε σε ένα αφιέρωμα της εφημερίδας “Τα Νέα” με τίτλο “Η επόμενη ημέρα με την Τουρκία” από κοινού με έξι Υπουργούς Εξωτερικών.
Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies, για την συλλογή στατιστικών στοιχείων και την διασφάλιση της καλύτερης εμπειρίας σας.
Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τη χρήση των cookies. Tι είναι τα Cookies;