Γράφει η Έφη Καραπούλη, Εκπαιδευτικός Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Ροδόπης
Ο Ποντιακός Ελληνισμός εμφανιζόταν δυναμικός από την Ύστερη Βυζαντινή Περίοδο, όταν υπό την ηγεσία των Κομνηνών ιδρύθηκε η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας (1204-1461), η οποία χαρακτηριζόταν για την αυτονομία και την πολιτιστική της ανάπτυξη.
Η αυτονομία της αυτή συνεχίστηκε και μετά την άλωσή της από τους Τούρκους, ενώ η διαδικασία τουρκοποίησης του Πόντου ήταν αργή και παρατεταμένη στους αιώνες. Κι αυτό το όφειλε στη μορφολογία του εδάφους και στον κάθετο διαμελισμό της Ποντικής χώρας, η οποία εκτεινόταν παραλιακά σε μια ζώνη 600 χιλιομέτρων. Η παραλιακή αυτή ζώνη τέμνεται κατακόρυφα από απότομες παράλληλες μεταξύ τους κοιλάδες, οι οποίες αποτελούσαν συγχρόνως αντίστοιχες διοικητικές περιφέρειες, με μια πόλη-εμπορικό και διοικητικό κέντρο στην εκβολή τους, στην παράκτια περιοχή. Συγχρόνως, το ορεινό του εδάφους (οι Ποντικές Άλπεις φτάνουν τα 4000 μέτρα ύψος) κρατούσε και κρατά τους πληθυσμούς αποκομμένους, ενίσχυε και ενισχύει τις τοπικές παραδόσεις και διαλέκτους, τις γεωργικές ενασχολήσεις και το εμπόριο κι τέλος διαμόρφωνε το σύστημα αυτοάμυνας απέναντι στους εχθρούς.
Η ιδιαιτερότητα αυτή χαρακτήριζε τον Πόντο καθ’ όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας και ενδυνάμωνε το ρόλο της Εκκλησίας, η οποία, παράλληλα με τη θρησκευτική και πνευματική της αποστολή, ανέπτυσσε δράση κοινωνική και πολιτική, κρατούσε το υπόδουλο ποίμνιό της ενωμένο και διέσωζε την ελληνική συνείδηση. Τα μεγάλα μοναστικά συγκροτήματα που ιδρύθηκαν (Μονές Περιστερεώτα, Σουμελά, Χουτουρά, Βαζελώνος), αποτελούσαν συγχρόνως ένα κέντρο, στην περιφέρεια του οποίου αναπτύσσονταν συστάδες χωριών, και με τον τρόπο αυτό οργάνωναν και πρακτικά τη ζωή των Ποντίων.
Ως προς τα πληθυσμιακά δεδομένα, στον Πόντο εντοπίζονταν δεκαοκτώ εθνότητες (μεταξύ των οποίων Αζέροι, Αλεβίτες, Λεβαντίνοι, Τουρκομάνοι, Αλβανοί), πληθυσμοί τους οποίους από το 1520 κ.ε. εγκαθιστούσε η οθωμανική διοίκηση στον Πόντο, προκειμένου να θέσει σε εφαρμογή το πρόγραμμα εκτουρκισμού του χριστιανικού στοιχείου. Για το σκοπό αυτό απομόνωσε τον Πόντο και συνέχισε την πολιτική του εσωτερικού εποικισμού ως και το 18ο αι. Έτσι οι Πόντιοι Έλληνες συγκεντρώθηκαν στα παράκτια εμπορικά κέντρα, τα οποία συγχρόνως αποτελούσαν ιστορικό καταφύγιο και για τους Αρμενίους, ως τις σφαγές του 1895 και του 1915. Μετά την κατάργηση της θρησκευτικής ανεκτικότητας της Πύλης το 17ο αι., τα εκτουρκισμένα αυτά φύλα δίωκαν το χριστιανικό στοιχείο και οι πρώτες σφαγές χρονολογούνται στα έτη 1648-1687. Τότε τοποθετούνται χρονικά οι πρώτοι Νεομάρτυρες του Πόντου, οι Άγιοι Συμεών, Ιορδάνης, Παρασκευάς. Οι διώξεις αυτές εντείνονταν μετά από κάθε ρωσο-οσμανική διένεξη και έπλητταν Ρωμιούς και Αρμένιους, που ανέπτυσσαν εμπορική δραστηριότητα και ήταν για λόγους θρησκευτικούς και οικονομικούς συνδεδεμένοι με τη Ρωσία. Άμεση συνέπεια των διωγμών αυτών ήταν η μετακίνηση του ελληνικού στοιχείου στο εσωτερικό της ορεινής χώρας σε δυσπρόσιτες περιοχές και η δημιουργία αμιγών ελληνικών κοινοτήτων. Παράλληλα εμφανίστηκε και το φαινόμενο του κρυπτοχριστιανισμού. Για την προ του Μεγάλου Πολέμου εποχή, ο πληθυσμός του Πόντου το 1914 ανερχόταν σε 1.750.000 κατοίκους, από τους οποίους οι ρωμιοί ορθόδοξοι ανέρχονταν σε 697.000 ψυχές, σημαντικός ήταν ο αριθμός των ελληνογενών μουσουλμάνων, ενώ αδιευκρίνιστος ήταν ο αριθμός των κρυπτοχριστιανών.
Η περιθωριοποίηση των Ελλήνων του Πόντου στην ορεινή ενδοχώρα και ο κρυπτοχριστιανισμός αποσκοπούσε και στην ανακούφιση των Ποντίων από την καταπίεση και την τρομοκρατία που ασκούσαν οι τοπικοί διοικητές, οι ντερεμπέηδες. Η γεωγραφική απομόνωση του Πόντου τους έκανε δυναστικούς. Κι ενώ πριν η Εκκλησία διευθετούσε απευθείας με την Πύλη τα ζητήματά των χριστιανών, την πληρωμή των φόρων και του χαρατσιού και απένειμε δικαιοσύνη, το ρόλο αυτό ανέβαλαν οι ντερεμπέηδες, επιβάλλοντας ένα φεουδαλικό καθεστώς. Επιπλέον, στρατολογούσαν βιαίως χριστιανούς για τη συγκρότηση δημόσιων και ιδιωτικών στρατών, τους απομυζούσαν οικονομικά, ενώ οι μεταξύ τους διενέξεις προξενούσαν αναρχία, τρόμο και εξαθλίωση στον Ποντιακό Ελληνισμό.
Μετά τις οθωμανικές μεταρρυθμίσεις του 1812 και 1839, καταστάλθηκαν τα κινήματα των ντερεμπέηδων. Με τη Συνθήκη της Αδριανούπολης το 1829 άρχισε μια περίοδος αναζωογόνησης για τους ρωμιούς του Πόντου, που διάρκεσε ως το 1869. Βέβαια, μετά την απομάκρυνση των Ρώσων, τους οποίους οι Πόντιοι υποδέχθηκαν ως ελευθερωτές, το χριστιανικό στοιχείο εγκαταλείφθηκε στο έλεος των Τούρκων και υπέστη εκ νέου διώξεις κι λεηλασίες. Την εποχή αυτή παρατηρήθηκε μετανάστευση των Ποντίων προς τη Ρωσία. Με την περίοδο όμως Τανζιμάτ (1839) αποκαταστάθηκαν κάποια προνόμια στους χριστιανούς, περιστάλθηκαν οι αυθαιρεσίες της διοίκησης ως ένα βαθμό και επιδείχθηκε κάποια ανοχή προς τους ραγιάδες. Με το Χάτι Χουμαγιούν το 1856 επιτράπηκε στους κρυπτοχριστιανούς (που ήταν ανύπαρκτοι για τους επίσημους καταλόγους της Πύλης από το 15ο αι) να δηλωθούν. Τέλος, το Σύνταγμα του 1876 κατοχύρωσε τα παραπάνω μέτρα, αλλά η διάρκειά τους ήταν βραχύβια: το 1883 καταργήθηκε από τον Αβδούλ Χαμίτ και ο εμπνευστής του, Μ ιτχάτ Πασάς, θανατώθηκε.
Η περίοδος πάντως αυτή ήταν εποχή άνθησης για τον Ποντιακό πληθυσμό. Οι ρωμιοί κυριαρχούσαν πολιτιστικά και οικονομικά. Οι πόλεις της Τραπεζούντας, της Σαμψούντας, της Αργυρούπολης με τα ορυχεία του ασημιού, αναπτύχθηκαν ραγδαία και ενισχύθηκαν από ρωμιούς εποίκους από την Ιωνία. Μεγάλες οικογένειες κατείχαν ισχυρούς τραπεζιτικούς οίκους και επιχειρήσεις, έλεγχαν το εμπόριο, είχαν απευθείας διασυνδέσεις με την Πύλη και ο Πατριαρχείο και επιδίδονταν σε χορηγίες και δωρεές, χρηματοδοτώντας δημόσια κτίρια και εκπαιδευτήρια.
Με το κίνημα των Νεότουρκων όμως αναπτύχθηκε και μορφοποιήθηκε στη συνείδηση των Τούρκων ιθυνόντων το πρόγραμμα εξόντωσης του χριστιανικού πληθυσμού. Προηγήθηκε η γενοκτονία των Αρμενίων (1895 και 1915), με θύματα 1.500.000 ψυχές και η εθνοκάθαρση των Ελλήνων της Ανατολικής Θράκης (1914-1917) με θύματα περί τις 300.000 ψυχές. Ακολούθησε η γενοκτονία των Ποντίων, που από το 1916 ως το 1923 είχε 353.000. Εκτελεστής του προγράμματος αυτού ήταν ο διοικητής Τοπάλ Οσμάν.
Οι χριστιανικοί πληθυσμοί όμως του Πόντου πλήττονταν και εξαιτίας της στρατολόγησής τους από την Πύλη, για τις ανάγκες της σε έμψυχο δυναμικό κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι Πόντιοι προσέφευγαν σε κρησφύγετα, για να γλιτώσουν, δίνοντας το πρόσχημα στις τουρκικές αρχές να αποφυλακίζουν Τούρκους βαρυποινίτες από το εσωτερικό και να τους εξαπολύουν κατά των χαρακτηρισμένων ως λιποτακτών Ποντίων, με την κατηγορία της προδοσίας. Οι οικογένειές τους διώκονταν και οι περιουσίες τους λαφυραγωγούνταν. Σύμφωνα με εκθέσεις του Αυστριακού ΥΠΕΞ, οι (Νεό)τουρκοι εκτόπιζαν τους Πόντιους μέσα στη βαρύτερη κακοκαιρία, χωρίς να τους επιτρέπουν να πάρουν μαζί τους τρόφιμα και στρώματα. Τα κυβερνητικά όργανα που συνόδευαν τους εκτοπιζόμενους δεν τους επέτρεπαν να σταθμεύουν σε κατοικημένα μέρη ̇ τους οδηγούσαν σε τόπους έρημους και εκτεθειμένους στις χειμερινές συνθήκες, ώστε να μην μπορούν να στεγαστούν ούτε να αγοράσουν τρόφιμα. Δεν επέτρεπαν στους περίοικους να τους συντρέχουν και έτσι οι καταβεβλημένοι εγκαταλείπονταν σε φαράγγια και δάση ή αποτελειώνονταν από τη λόγχη των ατάκτων. Το πρόγραμμα εξόντωσης των Ποντίων, όπως προηγουμένως και των Αρμενίων, είχε εκπονηθεί και μεθοδευθεί από τους Γερμανούς. Όσοι Πόντιοι σώθηκαν από την άμεση εξόμτωση εκτοπίστηκαν και εκδιώχθηκαν και πολλοί από αυτούς διέφυγαν στη Ρωσία, στο Ελληνικό Κράτος και σε χώρες του εξωτερικού. Οι Πόντιοι κινητοποιήθηκαν οι ίδιο για τη σωτηρία τους, συνέπηξαν οργανώσεις και επεδίωξαν την ανεξαρτητοποίησή τους και την ένωσή τους με την Ελλάδα, εκμεταλλευόμενοι τις φιλελεύθερες διακηρύξεις του Αμερικανού Προέδρου Wilson για την αυτοδιάθεση των λαών, γνωστές ως «14 Σημεία».
Η τελευταία πράξη του δράματος εκτυλίχθηκε μεταξύ των ετών 1918-1922, όταν οι Πόντιοι προσανατολίστηκαν προς τη δημιουργία Ομόσπονδου Ποντο-αρμενικού Κράτους, με την υποστήριξη και του Βενιζέλου. Η σχετική συμφωνία υπογράφηκε από τους εκπροσώπους των δύο μερών, Μητροπολίτη Χρύσανθο Φιλιππίδη κι τον Αρμένιο πρωθυπουργό Αλέξανδρο Χατισιάν και αναγνωρίστηκε από τη Συνθήκη των Σεβρών (10 Αυγούστου 1920). Η βιωσιμότητα όμως του υπό σύσταση κράτους ήταν επισφαλής και η πορεία του θνησιγενής. Το Νοέμβριο του ίδιου χρόνου οι Αρμένιοι νικήθηκαν κατά κράτος στο Ερζερούμ από τον κεμαλικό στρατό και συνθηκολόγησαν. Και οι ρωμιοί του Πόντου έμειναν εκ νέου στο έλεος της (νεο)τουρκικής εκδίκησης, σε μια περίοδο μάλιστα εθνικού φανατισμού, που τον τροφοδοτούσε ακόμη περισσότερο η παρουσία και η προέλαση του Ελληνικού Στρατού στη Μικρά Ασία.
Στις 24 Φεβρουαρίου 1994 το Ελληνικό Κοινοβούλιο ψήφισε ομόφωνα την ανακήρυξη της 19ης Μαΐου ως Ημέρας Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου. Η απόφαση αναγνώρισης έχει τεράστια σημασία, όχι μόνο ηθική και ιστορική αλλά συγχρόνως και πολιτική. Επί 72 χρόνια έμενε άγνωστη η γενοκτονία των ελληνικών πληθυσμών της Ανατολής καθώς και οι πατρίδες του Πόντου, της Ιωνίας, της Ανατολικής Θράκης. Η τελευταία μάλιστα τελεί ακόμη σε αφάνεια. Έμεναν άγνωστες όχι τυχαία αλλά ως πολιτική επιλογή του επίσημου Ελληνικού Κράτους και της απόλυτα ενδοτικής του στάσης απέναντι στη γείτονα.
Η Σαμψούντα,η Τραπεζούντα με το Φροντιστήριο,η Παναγία Σουμελά,η Αργυρούπολη, η Πάφρα
Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies, για την συλλογή στατιστικών στοιχείων και την διασφάλιση της καλύτερης εμπειρίας σας.
Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τη χρήση των cookies. Tι είναι τα Cookies;