Άρθρο με τίτλο “Γιατί είναι μονόδρομος η εκλογή Μεϊμαράκη” δημοσίευσε ο Ευριπίδης Στυλιανίδης στο euro2day.gr, υπογραμμίζοντας πως “για να ψηφίσουμε στις 10 Ιανουαρίου `Ποια Νέα Δημοκρατία θέλουμε;`, πρέπει πρώτα να αποφασίσουμε `Τι Ελλάδα θέλουμε;`”
Αναλυτικά γράφει:
Για να ψηφίσουμε στις 10 Ιανουαρίου “Ποια Νέα Δημοκρατία θέλουμε;”, πρέπει πρώτα να αποφασίσουμε “Τι Ελλάδα θέλουμε;”.
Θέλουμε μήπως:
Την Ελλάδα που συρρίκνωσε το βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων κατά 40%;
Την Ελλάδα που αύξησε του φόρους των φυσικών προσώπων 7 φορές και των επιχειρήσεων 9 φορές;
Την Ελλάδα που πολλαπλασίασε την ανεργία από 8% επί Κ. Καραμανλή σε 30%, με την ανεργία των νέων πάνω από 50%;
Την Ελλάδα που έφτασε πάνω από 3 εκατ. Έλληνες στα όρια της φτώχειας;
Την Ελλάδα που έφτασε τη μετανάστευση των καλύτερων νέων της στα μεταπολεμικά ποσοστά;
Την Ελλάδα που η ηγεσία της ξέχασε ή δεν έμαθε ποτέ να διαπραγματεύεται ουσιαστικά τα συμφέροντα του λαού της και εκφράζει ικανοποίηση μόνο όταν την επαινούν οι δανειστές και όχι ο λαός της;
Την Ελλάδα που έβγαλε τα εθνικά της θέματα από την ατζέντα του πολιτικού διαλόγου και ξέχασε αβασάνιστα τα μεγάλα ΟΧΙ (Βουκουρέστι-Σκοπιανό, Σχέδιο Ανάν, διπλωματία των αγωγών, άνοιγμα στην Κίνα-Cosco…), που τόλμησε ο Κώστας Καραμανλής χωρίς να υπολογίσει το προσωπικό κόστος;
Δεν αρνούμαι λάθη και αστοχίες ή μεταρρυθμιστικές καθυστερήσεις του παρελθόντος. Δεν μπορώ όμως και να αγνοήσω το γεγονός ότι η κρίση δε γεννήθηκε στην Ελλάδα. Γεννήθηκε στις ΗΠΑ, με την πτώση της Λίμαν Μπράδερς και εξήχθη διά της Ελλάδος στην Ευρωζώνη, με ευθύνη της κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου, μετατρέποντας την πατρίδα μας από “ασθενή κρίκο” της Ευρωπαϊκής Αλυσίδας σε “αχίλλειο πτέρνα” της Ε.Ε.
Το ζήτημα που τίθεται όμως σήμερα, για να μην παρελθοντολογούμε, είναι πώς θα απαντήσει η Νέα Δημοκρατία στην πρόκληση και πώς θα ανατρέψει τον ξεπερασμένο και καταστροφικό “αριστερίστικο κρατισμό” του ΣΥΡΙΖΑ;
Είναι απάντηση το άλλο άκρο; Δηλαδή μια ψυχρή, ορθολογιστική, τεχνοκρατικής έμπνευσης “Νεοφιλελεύθερη Συνταγή”, ή χρειάζεται να απαντήσουμε με την ελληνική εκδοχή της Κοινωνικής Οικονομίας της Αγοράς, που δεν είναι άλλη από τον Ριζοσπαστικό Κοινωνικό Φιλελευθερισμό;
Η εκλογή αρχηγού της ΝΔ προκαλεί σε ένα γόνιμο πολιτικό και ιδεολογικό διάλογο και απορώ γιατί σε αυτή την πρόκληση αντέδρασαν πανικόβλητοι όλοι οι θιασώτες, τα παπαγαλάκια ή οι τρόλερ, τόσο της νεοφιλελεύθερης υποψηφιότητας του Κ. Μητσοτάκη, όσο και οι οπαδοί της ακροδεξιάς ρητορικής, αυτοί δηλαδή που κρύφτηκαν τα τελευταία χρόνια πίσω από τον θορυβώδη φιλομνημονιακό τηλεοπτικό ακτιβισμό.
Περίμενα απόψεις και προτάσεις από αυτούς που επικαλούνται το νέο στην πολιτική και αντ’ αυτού εισέπραξα ανώνυμες, συκοφαντικές, υβριστικές και προσωπικές επιθέσεις.
Θα μπορούσα να απαντήσω στοιχειοθετημένα και θα είχα να πω πραγματικά πολλά για πολλούς. Δεν το κάνω όμως, γιατί δεν με αφορούν οι υπόνομοι της πολιτικής, που έθρεψαν ένα σάπιο σύστημα για πολλές δεκαετίες. Εμένα, όπως και τους πολίτες, μας αφορά μόνο η πολιτική και μας ενδιαφέρει μόνο η πατρίδα μας, γιατί στην πολιτική μπήκαμε και παλεύουμε για την Ελλάδα του αύριο.
Στο δίλημμα λοιπόν “τι ΝΔ θέλουμε;” έχουμε ξεκάθαρη απάντηση, που μπορεί να ξανακάνει την παράταξη μεγάλη και να νικήσει τον αριστερίστικο κρατισμό του ΣΥΡΙΖΑ, αλλάζοντας την Ελλάδα μαζί με την κοινωνία και όχι με την κοινωνία απέναντι.
Η διαφορετικότητα των δύο επιλογών αντίδρασης στην αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ είναι ξεκάθαρη:
Η νεοφιλελεύθερη πρόταση εισηγείται την απόλυτη συρρίκνωση του κράτους με επιθετικές αποκρατικοποιήσεις, που σε πολλές περιπτώσεις μπορεί να δημιουργήσουν ιδιωτικά μονοπώλια ή ολιγοπώλια σε βάρος του καταναλωτή.
Ο κοινωνικός φιλελευθερισμός προωθεί στοχευμένες αποκρατικοποιήσεις με κοινωνικό πρόσημο, διατηρώντας τον ρυθμιστικό ρόλο του κράτους, π.χ. ΟΤΕ ΟΤΕ +0,56%, με κατοχύρωση των εργαζομένων, Ολυμπιακή Αεροπορία, Εθνική Τράπεζα-Finans, λιμένας Πειραιώς-Cosco κ.λπ.
Ο νεοφιλελευθερισμός προώθησε γενικευμένα και ισοπεδωτικά την αξιολόγηση, την κινητικότητα και τις απολύσεις των δημοσίων υπαλλήλων με αμφίβολα οικονομικά αποτελέσματα και απίστευτη κοινωνική αντίδραση, που χάρισε στον ΣΥΡΙΖΑ “σύμβολα” (καθαρίστριες, σχολικοί φύλακες, δημοτικοί αστυνομικοί…) και εκλογική δύναμη.
Ο κοινωνικός φιλελευθερισμός πέτυχε το 2013, κατά τη θητεία μου στο Υπουργείο Εσωτερικών, να μετατρέψει το πρωτογενές έλλειμμα 2,5 δισ. ευρώ του συλλογικού προϋπολογισμού των ΟΤΑ, σε 483 εκ. ευρώ πρωτογενές πλεόνασμα, αδειάζοντας τις πλατείες από τους Αγανακτισμένους και εκπαιδεύοντας τους δήμους στα προγράμματα Σύμπραξης Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα. Οι δημοτικοί αστυνομικοί όχι μόνο δεν απολύθηκαν, αλλά μέσα από μια γνήσια φιλελεύθερη κινητροδοτική πολιτική επί 3 μήνες συνεχώς επιτύγχαναν αύξηση ίδιων εσόδων 18,3% στους δήμους κάθε μήνα (από παράνομο εμπόριο, παράνομο παρκάρισμα, ηχορύπανση…), ελαφρύνοντας την εθνική οικονομία από αντίστοιχη χρηματοδότηση και τους δημότες από αύξηση τελών. Η πρότασή μας για κινητικότητα, που δυστυχώς δεν εφαρμόστηκε, βασιζόταν σε ευρωπαϊκά πρότυπα και δεν οδηγούσε στο μαύρο της ΕΡΤ των “μεταρρυθμιστών”.
Ο νεοφιλελευθερισμός προκρίνει τον έλεγχο της ελληνικής αγοράς από μεγάλους ομίλους, δείχνοντας ανάλγητο πρόσωπο προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις που τελειώνουν από την κρατική φοροεπιδρομή και τη μη καταβολή ληξιπρόθεσμων οφειλών ενός ασυνεπούς δημόσιου τομέα.
Ο κοινωνικός φιλελευθερισμός επενδύει στην πραγματική οικονομία. Ενισχύει τη ρευστότητα. Μειώνει τους φόρους. Απλουστεύει τις συναλλαγές με το δημόσιο. Επενδύει στην επιχειρηματικότητα και όχι στην εικονική οικονομία του χρηματιστηρίου, στην αδικία των μικροομολογιούχων ή στη συγκέντρωση πλούτου σε χέρια λίγων εκλεκτών και διαπλεκόμενων.
Ο νεοφιλελευθερισμός εμπεριέχει έξυπνες και ορθολογικές προτάσεις, που κατά κανόνα όμως αναφέρονται στα συμφέροντα των οικονομικών και συχνά και των πολιτικών ελίτ, αγνοώντας τους πολλούς. Την ανάπτυξη τη μετρά στατιστικά, χωρίς να ευαισθητοποιείται για την κοινωνία, παρά μόνον όταν αυτή εξεγείρεται αντιδρώντας στις αλλαγές.
Αντίθετα, ο κοινωνικός φιλελευθερισμός εδράζεται στην κοινωνία. Ακουμπά στη μεσαία τάξη, στους υγιείς επιχειρηματίες -όχι στους διαπλεκόμενους-, στους δυναμικούς ελεύθερους επαγγελματίες, στους παραγωγικούς αγρότες, στους νέους επιστήμονες, στους ευσυνείδητους δημοσίους υπαλλήλους, στους εργατικούς ιδιωτικούς υπαλλήλους, στους έντιμους και ικανούς Έλληνες που ταυτίζουν τη μοίρα τους με τη μοίρα της πατρίδας τους.
Η αντίληψη αυτή της κοινωνικής οικονομίας της αγοράς του ΕΛΚ, που υιοθετήθηκε και από τις ευρωπαϊκές συνθήκες, επιστρέφει τα οφέλη της παραγωγικότητας όχι στους λίγους όπως ο νεοφιλελευθερισμός, αλλά σε όλους τους Έλληνες. Στους άξιους, ως ευκαιρίες μακριά από ρουσφέτια και οικογενειοκρατία, και στους αδύναμους, ως στήριξη μέσω της κοινωνικής πολιτικής.
Μπορούμε να επισημάνουμε πολλές και σημαντικές διαφορές, που ενδεχομένως φωτίζουν και τον εγκλωβισμό της Νέας Δημοκρατίας κατά την περίοδο της κρίσης στον λαϊκισμό αυτών που δεν είναι γνήσια λαϊκοί από τη μία, και στον ελιτισμό αυτών που δεν έχουν σχέση με μια εθνική αστική τάξη, από την άλλη. Συνέπεια αυτής της πραγματικότητας είναι τα φαινόμενα της οικογενειοκρατίας, της ευνοιοκρατίας, της αναξιοκρατίας και εντέλει της παρακμής.
Αν πράγματι κάποιος κοιμόταν στην Ελλάδα πριν 40 χρόνια και ξαναξυπνούσε, θα έβλεπε να μεσουρανούν απολύτως τα ίδια ονόματα, λες και δεν υπάρχουν και άλλοι ικανοί Έλληνες στην πολιτική, στις επιχειρήσεις, στις τράπεζες, στα πανεπιστήμια…
Απορώ, η κινητικότητα είναι για κάποιους καλή μόνο για τους δημοσίους υπαλλήλους και δεν είναι για τους πολιτικούς;
Αν αφήσουμε στη ΝΔ, η νεοφιλελεύθερη αντίληψη και η ακροδεξιά ρητορική να γίνουν κυρίαρχες αγνοώντας την κοινωνία, φοβάμαι ότι τότε θα εδραιώσουμε την ιδεολογική κηδεμονία και την εκλογική κυριαρχία του αριστερίστικου κρατισμού του ΣΥΡΙΖΑ καθιστώντας τον καθεστώς.
Μπορεί το πρόσφατο σφιχταγκάλιασμα κάποιων με το ΠΑΣΟΚ να τους δημιούργησε την επιθυμία για ένα δήθεν Ευρωπαϊκό Μέτωπο, που επί της ουσίας όμως θα λειτουργήσει ως ένα νεοφιλελεύθερο καθαρτήριο για τα εγκληματικά λάθη του ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του ’80 και τη διαφθορά της δεκαετίας του ’90. Αυτό όμως δεν επιτρέπεται να αλλοιώσει την ποιότητα, τη συνέπεια και τη συνέχεια της παράταξης που ίδρυσε ο εθνάρχης Κωνσταντίνος Καραμανλής, η οποία απέδειξε τις αντοχές της.
Όλοι αυτοί οι λόγοι και πολλοί ακόμη είναι υπεραρκετοί για να πείσουν τον υπέροχο κόσμο της ΝΔ ότι η υποψηφιότητα του Β. Μεϊμαράκη είναι μονόδρομος για την οργανωσιακή ανασυγκρότηση, την πολιτική αντεπίθεση και την εκλογική νίκη.
Η αξιωματική αντιπολίτευση, για να αποκαταστήσει τις κοινωνικές συμμαχίες που έχασε τα τελευταία χρόνια, πρέπει να ξαναμιλήσει όχι μόνο στο μυαλό αλλά και στις καρδιές των Ελλήνων, για να ξαναγίνει μεγάλη πρέπει να ξαναγίνει λαϊκή και για να ξαναγίνει κυρίαρχη στον μεσαίο χώρο πρέπει να ξαναγίνει κοινωνικά φιλελεύθερη.
Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies, για την συλλογή στατιστικών στοιχείων και την διασφάλιση της καλύτερης εμπειρίας σας.
Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τη χρήση των cookies. Tι είναι τα Cookies;