ERIC WEINER
Η γεωγραφία της μεγαλοφυΐας
μτφρ.: Νέστορας Χούνος
εκδ. Τραυλός
Ηταν το όνομα της πόλης Χανγκτσόου που τράβηξε την προσοχή μου. Πρόσφατα ο Ολλανδός καλλιτέχνης Ντρις Φερχόφεν (ή Βερχούφεν) παρουσίασε μια βίντεο εγκατάσταση στο Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών), τα «Τοπία ενοχής», γυρισμένη σε ένα εργοστάσιο στην πόλη Hangzhou της Κίνας. Ετσι ξεκίνησα να διαβάζω το βιβλίο του Ερικ Γουέινερ «Η γεωγραφία της μεγαλοφυΐας», με υπότιτλο «Οι πιο δημιουργικές πόλεις του κόσμου, από την Αρχαία Αθήνα στη Σίλικον Βάλεϊ» (2016), που κυκλοφόρησε πριν από λίγους μήνες στα ελληνικά. Ο δημοσιογράφος Ε. Γουέινερ, ειδικευμένος στο ταξιδιωτικό ρεπορτάζ (αυτοσυστήνεται ως φιλοσοφημένος ταξιδευτής), άνοιξε πανιά σε μια Μεγάλη Περιήγηση σε πόλεις που διακρίθηκαν ανά τους αιώνες για τη «δημιουργική μεγαλοφυΐα» τους: Αθήνα, Χανγκτσόου, Φλωρεντία, Εδιμβούργο, Καλκούτα, Βιέννη, Σίλικον Βάλεϊ. Μέσα από την πλούσια σε πληροφορίες, δαιδαλώδη σε ιστορικές διαδρομές, οξυδερκή, προκλητική στους συσχετισμούς, εξαιρετικά ελκυστική, με χιούμορ και αμεσότητα, αφήγηση του συγγραφέα, το ταξίδι είναι γεμάτο… στάσεις για καφέ και για τσάι. Αναλόγως. Οπως λέει (αποδίδοντας τη φράση σε φίλο του) «Ο καφές με βοηθούσε να σκέφτομαι πιο γρήγορα, το τσάι με κάνει να σκέφτομαι πιο βαθιά».
Ο Γουέινερ δεν μένει στα επιφαινόμενα. «Συνεχίζει το σκάψιμο» στον χρόνο, συναντώντας ανθρώπους, τους ιδανικούς σε κάθε πόλη, διασταυρώνοντας στοιχεία, κάνοντας έρευνα, συσχετίζοντας γεγονότα. «Αν συγκρίναμε το Χανγκτσόου με την Αθήνα, ό,τι κι αν έχανε σε όρους φιλοσοφικής βαρύτητας, το αντιστάθμιζε και με το παραπάνω στην τέχνη, στην ποίηση και, ειδικά, στην τεχνολογία. Κυριολεκτικά, αλλά και μεταφορικά, το παλιό Χανγκτσόου άλλαξε τον τρόπο που πλοηγούμαστε στον κόσμο», γράφει. Αυτή η πόλη που ήκμασε στη διάρκεια της Δυναστείας Σονγκ (969 έως 1276 μ.Χ.) ήταν, σύμφωνα με τον Μάρκο Πόλο, «δίχως αμφιβολία, η πιο όμορφη και λαμπερή του κόσμου».
Η επίσκεψη του Γουέινερ στην Αθήνα, που προηγείται, είναι ένα στοχαστικά παράδοξο οδοιπορικό στο παρελθόν και το παρόν της, στους μύθους, στο θάμβος και στην πραγματικότητά της, τόσο το 450 π.Χ. όσο και σήμερα. «Η αταξία είναι ενσωματωμένη στον ελληνικό μύθο της δημιουργίας, όπου στην αρχή δεν υπήρχε φως αλλά χάος. Αυτό δεν ήταν απαραιτήτως κακό. Για τους Ελληνες –και, όπως θα μάθαινα αργότερα, για τους Ινδουιστές, επίσης– το χάος είναι η πρώτη ύλη της δημιουργικότητας. Μήπως έτσι εξηγείται η αντίσταση των ηγετών της Αθήνας στις εκκλήσεις να “ομαλοποιήσουν” το άναρχο σχέδιο της πόλης; Το σκεπτικό τους ήταν εν μέρει πρακτικό –οι φιδογυριστοί δρόμοι θα μπέρδευαν τους πιθανούς εισβολείς–, αλλά ίσως υποψιάζονταν ότι η ακαταστασία διεγείρει τη δημιουργική σκέψη», γράφει. Ακόμη κι όταν συγκρούεται μετωπικά με την πιο ενοχλητική αλήθεια, ότι «η σημερινή Αθήνα δεν έχει καμιά σχέση με την Αθήνα του 450 π.Χ.», στη συνέχεια παραδέχεται ότι όπως ανακάλυψε στην πορεία της Μεγάλης Περιήγησής του: «Μία από τις μεγαλύτερες παρανοήσεις σχετικά με τους τόπους μεγαλοφυΐας είναι ότι τους θεωρούμε κάτι σαν παραδείσους». Ε, λοιπόν, δεν είναι. «Ο παράδεισος στέκεται απέναντι στη μεγαλοφυΐα».
Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies, για την συλλογή στατιστικών στοιχείων και την διασφάλιση της καλύτερης εμπειρίας σας.
Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τη χρήση των cookies. Tι είναι τα Cookies;