Ο σκηνοθέτης με την μοναδική οπτική Ουές Άντερσον (“The Royal Tenenbaums”), συγκεντρώνει ένα εντυπωσιακό cast για το “Moonrise Kingdom”, που επιλέχτηκε ως ταινία έναρξης στο 65ο Φεστιβάλ των Καννών.
http://www.youtube.com/watch?v=_eOI3AamSm8
Η ιστορία εκτυλίσσεται στη δεκαετία του ’60 και μιλάει για το ερωτικό σκίρτημα δύο παιδιών που αποφασίζουν να το σκάσουν από την παραθαλάσσια πόλη τους στη Νέα Αγγλία, προκαλώντας αναστάτωση και κινητοποιώντας τις τοπικές αστυνομικές αρχές, που αρχίζουν να αναζητούν το ανήλικο ζευγάρι.
Λίγα λόγια για την παραγωγή
O «Έρωτας του Φεγγαριού» είναι η νέα ταινία του δύο φορές υποψήφιου για Όσκαρ Ουές Άντερσον (Καλύτερου Σεναρίου για το «Οικογένεια Τένενμπαουμ» και Καλύτερης Ταινίας Κινουμένων Σχεδίων για το «Fantastic Mr. Fox»). Η ιστορία εκτυλίσσεται σε ένα νησί κοντά στις ακτές της Νέας Αγγλίας το καλοκαίρι του 1965, με πρωταγωνιστές δύο 12χρονα που ερωτεύονται, κάνουν μια μυστική συμφωνία, και το σκάνε μαζί μέσα στην άγρια φύση. Ενώ οι αρχές του νησιού προσπαθούν να τους πιάσουν, μια βίαιη καταιγίδα πλησιάζει την περιοχή, και στη φιλήσυχη κοινότητα έρχονται τα πάνω κάτω. Ο Μπρους Ουίλις είναι ο τοπικός σερίφης Σαρπ. Ο Έντουαρντ Νόρτον υποδύεται τον αρχηγό της ομάδας των Χακί Προσκόπων, τον Αρχιπρόσκοπο Ουόρντ. Ο Μπιλ Μάρεϊ και η Φράνσις ΜακΝτόρμαντ, οι κύριος και η κυρία Μπίσοπ, είναι οι γονείς της μικρής φυγάδος. Το καστ περιλαμβάνει επίσης την Τίλντα Σουίντον στο ρόλο της κυρίας Κοινωνικές Υπηρεσίες, τον Τζέισον Σβαρτσμαν ως Ξάδελφο Μπεν και τον Μπομπ Μπάλαμπαν ως τον αφηγητή. Είναι επίσης ο πρώτος ρόλος για τους μικρούς Τζάρεντ Γκίλμαν και Κάρα Χέιγουορντ.
Ένα Αγόρι κι ένα Κορίτσι
Ένας σκηνοθέτης πάντα ρισκάρει όταν κλείνει στους πρωταγωνιστικούς ρόλους δύο ερασιτέχνες με μικρή ή και καθόλου πείρα. Σύμφωνα όμως με τον παραγωγό Τζέρεμι Ντόσον, «ο Ουές Άντερσον πάντα εμπιστεύεται το ένστικτό του, γι’ αυτό και διάλεξε τους ηθοποιούς που πίστεψε ότι μπορούσαν καλύτερα να αποδώσουν το όραμά του – και πέτυχε για μία ακόμη φορά διάνα».
Οι νεαροί Τζάρεντ Γκίλμαν ως το αγόρι και Κάρα Χέιγουορντ στο ρόλο του κοριτσιού κέρδισαν τον Άντερσον την κατάλληλη στιγμή, μετά από ένα εκτεταμένο κάστινγκ. Μετά την αρχική ακρόαση, και τρία ακόμη δοκιμαστικά σε μία περίοδο έξι μηνών, ο Γκίλμαν θυμάται: «Έμπαινα στο αυτοκίνητο με τη μαμά μου για να γυρίσουμε σπίτι, όταν τη ρώτησα αν υπήρχαν νέα. Εκείνη όμως αντί ν’ απαντήσει, ζήτησε από τον μπαμπά μου να δώσει αναφορά. Ο μπαμπάς μου πήρε ένα ύφος σαν να επρόκειτο να αναγγείλει τον τελικό νικητή του American Idol, προτού μου ανακοινώσει ότι είχα πάρει το ρόλο. Ούρλιαξα, γέλασα και έκλαψα. Νομίζω πως ήταν η πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής μου».
Αντίθετα η μητέρα της Χέιγουορντ ανακοίνωσε το νέο με πολύ πιο ευθύ τρόπο. Η μικρή ηθοποιός θυμάται, «Είχα μόλις γυρίσει από το σχολείο, και η μητέρα μου είπε: “Μάντεψε”. “Τι;“ τη ρώτησα, κι εκείνη απάντησε, ”Πήρες το ρόλο”. Μου πήρε κάποια λεπτά να το χωνέψω. Ήταν πολύ συναρπαστικό. Το μικρό πεντάλεπτο βίντεο που είχα κάνει στην αρχή, μου χάρισε τον πρωταγωνιστικό ρόλο». Και συμπληρώνει, «Αγαπάω πολύ το χαρακτήρα που υποδύομαι. Η Σούζι Μπίσοπ είναι πολύ παρεξηγημένο άτομο, ειδικά στο σπίτι της. Είναι το μόνο κορίτσι δίπλα σε τρία μικρότερα αδέλφια, ο μπαμπάς της περνάει προσωπική κρίση, και η μαμά της διατηρεί εξωσυζυγικό δεσμό. Είναι ένα πολύ ευαίσθητο και ταυτόχρονα ζόρικο κορίτσι».
Ο Γκίλμαν αντιμετωπίζει τον χαρακτήρα του Σαμ Σακάσκι ως «ένα καλό παιδί με καταπληκτικές προσκοπικές ικανότητες: τα παράσημά του τα έχει κερδίσει με το σπαθί του. Τα θετά αδέλφια του όμως του φέρονται σκληρά – ο Σαμ είναι πεντάρφανος – όπως επίσης και οι υπόλοιποι Χακί πρόσκοποι. Γνωρίζει τη Σούζι σε μια παράσταση της ενορίας, και στη διάρκεια ενός χρόνου καταστρώνουν ένα σχέδιο για να το σκάσουν μαζί».
Τα δύο νεαρά αστέρια εκτός από τη δουλειά του να αποστηθίσουν τα κείμενά τους, έκαναν και πολλές πρόβες μαζί, καθώς ο Άντερσον ήθελε να εξερευνήσουν μαζί τους χαρακτήρες, να νιώθουν άνετα μέσα στους ρόλους τους, και να καταλάβουν καλά ποιοι ακριβώς είναι η Σούζι και ο Σαμ και γιατί κάνουν ό,τι κάνουν. Γι’ αυτό ακριβώς τους ανέθεσε διάφορα «μαθήματα για το σπίτι». Ο Γκίλμαν θυμάται, «Έκανα μαθήματα κανό, μερικά μαθήματα καράτε κι έμαθα να μαγειρεύω, καθώς υπήρχε μια σκηνή όπου έπρεπε να φτιάξω ένα φαγητό στη φωτιά». Κι επειδή η ταινία λαμβάνει χώρα το ’65, ο Γκίλμαν θυμάται ότι «Ο Ουές με έβαλε να δω μια ταινία με τον Κλιντ Ίστγουντ, το “Escape from Alcatraz“ που εκτυλίσσεται το 1963, κι ήταν πολύ καλή. Επίσης μπορούσα να βασίζομαι στη βοήθεια των γονιών μου, αφού εκείνοι μεγάλωσαν στη δεκαετία του ‘60».
Η Χέιγουορντ πάλι εξηγεί, «Ο Ουές έβαλε εμένα και τον Τζάρεντ να αλληλογραφήσουμε, καθώς στην ταινία η Σούζι και ο Σαμ στέλνουν γράμματα ο ένας στον άλλον για έναν ολόκληρο χρόνο. Μας έβαζε να γράφουμε ξεκινώντας με τις δικές του φράσεις». Και ο Γκίλμαν προσθέτει, «Επειδή στην ταινία τα γράμματα κόβονται στα μισά της πρότασης, ο Ουές σκέφτηκε πως εμείς μπορούσαμε ένα τα ολοκληρώσουμε». Λόγω της ηλικίας τους όμως αλλά και της τεχνολογίας, οι δύο μικροί πρωταγωνιστές άρχισαν να αλληλογραφούν μέσω… e-mail. Σύντομα όμως ο Άντερσον έβαλε τέλος σ’ αυτή την πρακτική. «Νομίζω ότι ο Ουές δεν έβρισκε την ηλεκτρονική αλληλογραφία πολύ αυθεντική», λέει η Χέιγουορντ. «Επέμεινε να γράφουμε γράμματα». Από τη στιγμή που εγκατέλειψαν την ηλεκτρονική αλληλογραφία για χάρη της παλαιομοδίτικης, τα δύο παιδιά ενστερνίστηκαν το έργο τους με όλη τους την καρδιά. «Έμαθα τόσα πολλά γύρω από τον Τζάρεντ. Είναι τόσο διασκεδαστικός!» Ενώ ο Γκίλμαν σημειώνει, «Τα γράμματα της Κάρα είχαν μέχρι και μια μικρή ταμπελίτσα πάνω-πάνω που έλεγε Σούζι Μπίσοπ, και είχε γραμμένη μια ψεύτικη διεύθυνση».
Με το που ξεκίνησαν τα γυρίσματα, αυτό που περισσότερο δυσκόλευε τον Γκίλμαν ήταν το (πολύ) πρωινό ξύπνημα, ενώ η Χέιγουορντ σοκαρίστηκε με την αποκάλυψη ότι οι κινηματογραφικές σκηνές δε γυρίζονται με χρονολογική σειρά. Όπως λέει και η ίδια, «Δεν είχα ιδέα τι να περιμένω, γιατί δεν είχα συμμετάσχει ποτέ πριν σε κάποια ταινία ή διαφημιστικό, μόνο σε θεατρικές παραστάσεις του σχολείου ή της κατασκήνωσης. Αυτό που αγάπησα πιο πολύ στα γυρίσματα ήταν το να παρακολουθώ τους άλλους ηθοποιούς να παίζουν, ήταν μια μεγάλη έμπνευση. Αυτό που με βοήθησε περισσότερο να μπω στο χαρακτήρα ήταν οι οδηγίες του Ουές. Μου έλεγε, “Να τι συμβαίνει τώρα. Δεν είναι όμως η Κάρα που κάνει αυτά που κάνει. Είναι η Σούζι“».
Για τον Γκίλμαν πάλι, για να μπει στο πετσί του ρόλου έφτανε να πάει στο σετ. «Όποτε έβαζα το καπέλο από ρακούν και τα γυαλιά του Σαμ – που είναι διαφορετικά από τα δικά μου – έλεγα, “Τώρα είμαι ο Σαμ“». Τα σαββατοκύριακα, ο Άντερσον καλούσε τους πρωταγωνιστές να δούνε τις πρόσφατες λήψεις, για να μιλήσουν για την σκηνική χημεία μεταξύ τους. Ο Γκίλμαν σημειώνει, «Ο Ουές μας έβαζε να κάνουμε πρόβα των σκηνών που είχαμε μεταξύ μας, αλλά όχι τη σκηνή με το φιλί. Ήθελε να βγει απολύτως φυσική, γιατί είναι το πρώτο φιλί και για το Σαμ και για τη Σούζι».
Ο Πρώτος Έρωτας
«Το γεγονός ότι βλέπουμε τον αφηγητή αντικατοπτρίζει το στιλ της ταινίας», εξηγεί ο Μπομπ Μπάλαμπαν, που έχει το ρόλο του αφηγητή. «Η Σούζι είναι ένα κορίτσι που διαβάζει πολύ και της αρέσουν οι ιστορίες περιπέτειας για παιδιά. Κατά κάποιο τρόπο εγώ είμαι η φωνή του βιβλίου της δικής της περιπέτειας, που η ίδια γράφει στο μυαλό της».
«Αυτό που κάνει την ταινία να αγγίζει ανθρώπους από οποιοδήποτε μέρος της γης είναι το ότι μιλάει για τον πρώτο έρωτα και ένα μαγικό καλοκαίρι», σχολιάζει ο Ντόσον. «Μιλάει για ένα αγόρι και ένα κορίτσι που κλέβονται για να είναι μαζί, κι αυτό είναι γλυκό, γοητευτικό και αστείο. Ο τίτλος “Moonrise Kingdom” αναφέρεται στον ορμίσκο όπου βρίσκει καταφύγιο το ζευγαράκι. Το τεχνικό του όνομα πάνω στο χάρτη είναι Παλιρροϊκός Όρμος, Μίλι 3.25, μα γι’ αυτούς είναι ένα μαγικό μέρος και το ξαναβαφτίζουν με το όνομα Το Βασίλειο του Φεγγαριού. Μια τόσο ιδιαίτερη ταινία χρειάζεται ιδιαίτερη φροντίδα, κι ο Ουές ως σεναριογράφος, παραγωγός και σκηνοθέτης εμπλέκεται σε όλες τις φάσεις της ταινίας, από το κάστινγκ ως την παραμικρή λεπτομέρεια των ρούχων. Κι όλα αυτά συμβάλλουν στον κόσμο που οραματίζεται να δημιουργήσει».
«Ο Ουές αντιμετωπίζει τα παιδιά πολύ καλά», προσθέτει ο Μπάλαμπαν. «Τα ενθαρρύνει συνεχώς, όπως κάνει και ο Σπίλμπεργκ». Ο Άντερσον κατάφερε να επικοινωνήσει με τα παιδιά εν μέρει επειδή η ταινία συνδυάζει μια ενήλικη σοβαρότητα με την καθαρή φαντασία. Η ταινία έχει μια άμεση προσέγγιση του μυστικού κόσμου των παιδιών, καθώς και του συνδυασμού των μαγικών στιγμών με τις οποίες συνδέουμε τα νεανικά μας καλοκαίρια.
Ο Ουές συνεργάστηκε με τον Ρόμαν Κόπολα, δημιουργώντας μια πλούσια τοιχογραφία πολύχρωμων χαρακτήρων. Και προκειμένου να πραγματοποιήσουν την ταινία γύρω από την ανακάλυψη του πρώτου ερωτικού σκιρτήματος και της περιπέτειας για τα δύο παιδιά, οι σεναριογράφοι επικεντρώθηκαν στον Rhode Island, μετά από μια διαδικασία που ο Ντόσον περιγράφει ως google-scouting. «Ήταν ένα ανορθόδοξο location-scouting. Όλοι μας από την παραγωγή, ήμασταν στη Νέα Υόρκη και ψάχναμε τοποθεσίες από τον υπολογιστή. Η ιστορία ήταν γραμμένη έτσι ώστε να εκτυλίσσεται σ’ ένα νησί, στις ακτές της Νέας Αγγλίας. Εμείς όμως ψάχναμε νησιά σε όλο τον κόσμο: τις ανατολικές ακτές, τις δυτικές, μέχρι και την Κορνουάλη».
Το Βασίλειο του Φεγγαριού
Τελικά ήταν το New Penzance, με τον μικρό πληθυσμό του και την περιορισμένη κυκλοφορία οχημάτων, που θ’ αποτελούσε το ιδανικό μέρος για να ξεσηκώσει τη φαντασία των παιδιών και την όρεξη για περιπέτεια. Στα γυρίσματα όμως υπήρχαν περιορισμοί: δεν μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν μεγάλα φορτηγά, ούτε καμαρίνια για τους ηθοποιούς. Υπήρχε μόνο ένα μικρό κατάστημα απ’ όπου μπορούσαν ν’ αγοράσουν τα απαραίτητα, κι έπρεπε να ζητούν περιβαλλοντική άδεια για να προσεγγίσουν τις παραλίες. Για το λόγο αυτό, το νησί Prudence δείχνει τόσο ανέπαφο και αγνό.
«Υπήρχε πάντα η αίσθηση ότι βρισκόμασταν σε κατασκήνωση», λέει ο Μπάλαμπαν. «ή σε μια παιδική χαρά με κανόνες». Ο Άντερσον ήθελε το καστ και το συνεργείο να έχει κοινές εμπειρίες στη διάρκεια των γυρισμάτων. Ο Μάρεϊ θυμάται, «Η πρώτη μου μέρα γυρισμάτων ήταν σε μια κατασκήνωση, όπου αντιλήφθηκα ότι δεν υπήρχαν καμαρίνια ή οτιδήποτε. Είχαμε μόνο απλές τέντες, λες και κάναμε σκηνάκια. Έξω έκανε κρύο και έβρεχε, αλλά αν σε μία τέντα μπουν 51 άτομα, στο τέλος αρχίζεις να ζεσταίνεσαι. Κι ύστερα από λίγο είσαι μια χαρά».
Όσο για το εικαστικό κομμάτι, σύμφωνα με την ενδυματολόγο «Το σημείο αφετηρίας ήταν η οπτική έρευνα, κι αυτό ξεκινούσε από τη διεύθυνση φωτογραφίας». Ο καλλιτεχνικός διευθυντής Τζέραλντ Σάλιβαν εξηγεί, «Το μεγαλύτερο κομμάτι της δουλειάς ήταν η έρευνα της αρχιτεκτονικής της εποχής και της περιοχής, δηλαδή των εσωτερικών και εξωτερικών χώρων. Έτσι, ψάξαμε νησιώτικα σπίτια, φάρους και θερινές παραλιακές κατοικίες – κι όλα αυτά σε στενή συνεργασία με τον Ουές, που είχε συλλέξει πάκους από φωτογραφίες-δείγματα για να χρησιμοποιήσουμε στο σχεδιασμό μας». Ενώ σύμφωνα με τον διακοσμητή Κρις Μόραν, «Ο Ουές δίνει τόση σημασία στη λεπτομέρεια, που σαρώσαμε όλα τα παλαιοπωλεία και δανειστήκαμε αντικείμενα από τα μέλη του συνεργείου και τους ανθρώπους που βρίσκαμε στο δρόμο μας. Αν ο Ουές έβγαινε να κάνει μια βόλτα κι έβλεπε στην πόρτα κάποιου κάτι που του άρεσε, η αποστολή μας ήταν να το αποκτήσουμε».
Ειδική μεταχείριση χρειάστηκε για το τροχόσπιτο του Αστυνόμου Σαρπ, του χαρακτήρα που υποδύεται ο Μπρους Ουίλις. Μετά από πολλή έρευνα μπόρεσαν να βρουν την Spartanette του 1952, μέσω ενός εμπόρου στο Τέξας. Για να μπορέσει όμως η κάμερα του διευθυντή φωτογραφίας να κινείται με άνεση μέσα, χρειάστηκε να την κόψουν στα δύο και μετά να την ξανασυναρμολογήσουν. Το εσωτερικό έμεινε άθικτο, χρειάστηκε όμως να το αναδιαρρυθμίσουν, προκειμένου να υπάρχει οπτικό πεδίο 360 μοιρών».
Η παραγωγή χρειάστηκε επίσης να φτιάξει από την αρχή τις προσκοπικές τέντες (με καρό εσωτερικό και κίτρινα γαζιά), τα προσκοπικά κανό (που κάθε πρωί τα μέλη του συνεργείου αναγκάζονταν να τεστάρουν στην πισίνα του ξενοδοχείου για να σιγουρευτούν ότι δε βουλιάζουν – άλλο που συχνά βούλιαζαν), τα βιβλία των δικηγόρων γονιών της Σούζι, καθώς και το τοτέμ για την κατασκήνωση των Χακί Προσκόπων.
Για το σπίτι των Μπίσοπ, όλοι ήλπιζαν ότι θα έβρισκαν ένα σπίτι στο οποίο θα έκαναν τα γυρίσματα. Τελικά το ιδανικό σετ ήταν ένα συνονθύλευμα των κάτωθι κατοικιών: το εξωτερικό βασίζεται στο Conanicut Light, ενώ το εσωτερικό σε 4 σπίτια: το Comfort Island, το Stafford House, το Cottage του Ten Chimneys και το Clingstone στο Narrangasett Bay. Ο Σάλιβαν υπογραμμίζει, «Υπάρχει οπωσδήποτε η αίσθηση της Νέας Αγγλίας. Είναι αυτές οι αρχιτεκτονικές που απλά δεν πρόκειται ποτέ να δεις πουθενά αλλού. Το σετ και το όλο περιβάλλον φτιάχτηκαν με τέτοιο τρόπο ώστε να ενισχύουν τους χαρακτήρες και τους ηθοποιούς». Κι ακριβώς όπως συνέβη με το τροχόσπιτο Spartanette, οι κινήσεις της κάμερας που οραματίστηκαν ο σκηνοθέτης και ο διευθυντής φωτογραφίας για την εναρκτήρια σκηνή απαιτούσαν μια «ανατομή» του σκηνικού. «Όλα άρχισαν όταν ο Ουές αποφάσισε να προχωρήσει με την ιδέα του να κινηθούν μέσα στο σπίτι με έναν πολύ συγκεκριμένο τρόπο – από δωμάτιο σε δωμάτιο, χωρίς cut. Είχαμε ήδη τεμαχίσει τις σκηνές πλάνο-πλάνο στο στόριμπορντ», εξηγεί ο σκηνογράφος Στοκχάουζεν. «Στρωθήκαμε κάτω κι αρχίσαμε να κάνουμε υπολογισμούς από σκηνογραφικής άποψης, αλλά και από άποψη προϋπολογισμού. Έμοιαζε με παζλ: αυτό το κομμάτι της έρευνας είναι σωστό για αυτή τη λήψη; Πήραμε μια βαθιά ανάσα, και το προχωρήσαμε. Ήταν πολύ διασκεδαστικό».
Ο Μπιλ Μάρεϊ λέει με θαυμασμό, «Ήταν ένα πανέμορφο σετ, με όλα αυτά τα χειροποίητα αντικείμενα να σε περιβάλλουν. Το συνεργείο πέρασε πολύ χρόνο για να το κάνει να μοιάζει αυθεντικό. Και τριγύρω σου υπήρχαν όλα αυτά τα υπέροχα πράγματα, για τα οποία κανένας δεν κρατούσε λογαριασμό – αν σου άρεσε κάτι, μπορούσες πολύ άνετα να το πάρεις από εκεί μέσα και να φύγεις». Ο διακοσμητής Μόραν όμως λέει γελώντας, «Ο Μπιλ νομίζει ότι δεν κρατούσαμε λογαριασμό των αντικειμένων, μα εγώ ξέρω ακριβώς ποια κομμάτια πήρε μαζί του φεύγοντας».
Μεγάλο μέρος των κουστουμιών επίσης χρειάστηκε να κατασκευαστεί ειδικά για τις ανάγκες της ταινίας. Για παράδειγμα, οι στολές των ζώων για την παράσταση της Κιβωτού του Νόε στην εκκλησία, έχουν σαφή επιρροή από το «Καρναβάλι των Ζώων», όπως το ερμήνευσε ο Λέναρντ Μπερνστάιν: όταν ήταν παιδί ο Άντερσον πήρε μέρος στην παραγωγή, κι έτσι τα μέλη του συνεργείου έψαξαν τις φωτογραφίες της οικογένειάς του και του διευθυντή της ορχήστρας. Επίσης, τα ρούχα των ηθοποιών έπρεπε να ταιριάζουν με τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του ρόλου. Ο Μάρεϊ λέει αναστενάζοντας, «Τα παντελόνια του κ. Μπίσοπ είναι φτιαγμένα από διαφορετικά κομμάτια έντονων υφασμάτων, ραμμένων μαζί. Και είναι τόσο, τόσο κοντά». Μεγάλη έρευνα επίσης και κατασκευή χρειάστηκαν τα δίχρωμα δετά δερμάτινα παπούτσια τύπου Oxford της Σούζι, οι στολές των Χακί Προσκόπων (χρειάστηκε να φτιάξουν από τα κουμπιά μέχρι τις κάλτσες), καθώς και η στολή της κυρίας Κοινωνικές Υπηρεσίες (Τίλντα Σουίντον). Επειδή στην πραγματικότητα οι κοινωνικές λειτουργοί δε φορούσαν στολές, χρειάστηκε να εμπνευστούν από τις στολές των γυναικών του Στρατού Σωτηρίας. «Η κυρία Κοινωνικές Υπηρεσίες αντιπροσωπεύει την εξουσία, την «ανωτέρα βία». Όταν ξεσπάει η αντάρα, την καλούν για να επαναφέρει την τάξη. Φοράει λοιπόν ένα κουστούμι μπλε και άσπρο, κι ένα καπελάκι τύπου αξιωματικού», εξηγεί η Σουίντον. «Σ’ αυτή την ταινία, οι ενήλικοι δεν ξέρουν πραγματικά τι είναι αυτό που κάνουν, και στη διάρκεια της διαδικασίας ανακαλύπτουν ότι φέρονται πιο παιδιάστικα από τους δύο μικρούς πρωταγωνιστές. Η συμμετοχή σ’ αυτή την ταινία ήταν μια πραγματική απόλαυση. Δεν υπήρχε καμία δομή κι αυτό ακριβώς τα έκανε όλα τόσο παιχνιδιάρικα!»
Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies, για την συλλογή στατιστικών στοιχείων και την διασφάλιση της καλύτερης εμπειρίας σας.
Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τη χρήση των cookies. Tι είναι τα Cookies;