Οι πρόσφατες δηλώσεις του κ. Ταγίπ Ερντογάν για την ανασύσταση της λεγόμενης «Τουρκικής Δημοκρατίας της Θράκης», η οποία θα περιλαμβάνει εδάφη της βορείου Ελλάδας καθώς και εδάφη της νοτίου Βουλγαρίας έως και τα κεντρικά Βαλκάνια, εντάσσονται στο νέο δόγμα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής της οποίας κύριος εκφραστής είναι ο κ. Αχμέτ Νταβούτογλου και συνοψίζεται στην θεωρία της «έξυπνης χώρας» (akıl ülke), η οποία στα διεθνή ζητήματα προβλέπει τα γεγονότα, συμμετέχει στη λήψη μέτρων, εισακούεται η φωνή της και παρουσιάζει εναλλακτικές λύσεις για τα παρουσιαζόμενα προβλήματα.
Η ένταξη της Τουρκίας στην ομάδα των G20 , η διατήρηση μεγάλου αριθμού ενόπλων δυνάμεων και η συνεπαγόμενη στρατιωτική ισχύς, σε συνδυασμό με τα πλεονεκτήματα που της παρέχει η στρατηγική γεωγραφική της θέση, επέτρεπε στην πολιτική ηγεσία να «ονειρεύεται» μετατροπή της χώρας του από περιφερειακή δύναμη σε δύναμη παγκόσμιας εμβέλειας.
Στην εξωτερική πολιτική , όμως, όπου η πράξη απέχει πολύ από τη θεωρία και την εθιμοτυπική διπλωματία των «αρχών διακήρυξης» δεν υπάρχουν περιθώρια για λάθη, καθώς αυτά μπορούν να οδηγήσουν σε καταστάσεις αναπόδραστες.
Η Τουρκία παρασύρθηκε από την μεγαλομανία και τους λάθους υπολογισμούς της ηγεσίας της (βλ.επίσης Στρατής Χαραλάμπους,Νεο-οθωμανισμός ή μεγαλομανία;17/11/2011, εφημ.ΕΜΠΡΟΣ) καθώς μία χώρα με ανοικτό το κουρδικό πρόβλημα, με δογματικές διαφορές στον πληθυσμό της (Αλεβίτες – Σουνίτες), με ακήρυκτο πόλεμο μεταξύ της λαϊκής ελίτ που κυβερνούσε μέχρι το 2002 και της ισλαμικής ελίτ που κυβερνά με 13 εκατομμύρια ή 18% του πληθυσμού κάτω από το όριο της φτώχειας, δεν δύναται να μετάσχει στη διαμόρφωση παγκόσμιας νέας τάξης πραγμάτων.
Ο ιδιότυπος εθνικισμός, με το μανδύα της θρησκευτικότητας που διαφαίνεται στους στόχους της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής η οποία χρησιμοποίησε ισλαμικά δίκτυα και ισλαμικές ανθρωπιστικές οργανώσεις και τάγματα, αποτελούσε εξ αρχής κίνδυνο για την περιοχή αλλά και για την ίδια την ελίτ του τουρκικού υπουργείου εξωτερικών καθώς η προσπάθεια της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής να κινηθεί επί πολλών κατευθύνσεων άφησε αφήνει στο περιθώριο τις σχέσεις με τη Δύση και ιδιαίτερα με την Ευρωπαϊκή Ένωση, γεγονός που δημιουργεί την πεποίθηση ότι δεν είναι μέσα στις προτεραιότητές της.
Στις ελληνοτουρκικές σχέσεις παρά τις «επιθέσεις φιλίας» κυριαρχεί η ίδια πολιτική μονομερών εδαφικών και άλλων διεκδικήσεων της γείτονος χώρας σε βάρος της Ελλάδας (υπερπτήσεις, πλόες στο Αιγαίο, γκρίζες ζώνες, casus belli, Κυπριακό, Πατριαρχείο κ.λπ.), η οποία:
– Παραμένει στο πεδίο των καλών προθέσεων και των διακηρύξεων, χωρίς ουσιαστικά βήματα και προσπάθεια μεγαλοποίησης οποιασδήποτε παραχώρησης. Το Ορφανοτροφείο Πριγκήπου αποδόθηκε στο Πατριαρχείο, κατόπιν απόφασης του Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Ευρώπης, παρουσιάζεται όμως ως παραχώρηση της τουρκικής κυβέρνησης και επιπλέον προτείνεται η χρηματοδότηση και η κοινή διαχείριση, δηλαδή «καπέλωμα».
– Συνεχίζει την προσπάθεια δημιουργίας, με βάση το δόγμα της ενεργητικής πολιτικής, τετελεσμένων γεγονότων στο Αιγαίο με τη χρήση στρατιωτικών μέσων (πλοίων και αεροσκαφών), τα οποία θέτει συνεχώς στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και όχι μόνο.
– Επιμένει στη συνεκμετάλλευση στο Αιγαίο, συνεπικουρούμενη και από άλλες χώρες της Δύσης, των οποίων οι εταιρείες θα αναλάβουν τις εργασίες των όποιων κοιτασμάτων.
– Συνεχίζεται αδιάλλακτη στο Κυπριακό και προσπαθεί να υπερκεράσει, υποστηριζόμενη από κύκλους τής Ε.Ε. και των ΗΠΑ.
-Εντάσσει τη Θράκη στα πλαίσια ενός ευρύτερου σχεδιασμού κυριαρχίας στα Βαλκάνια με κύριο μοχλό τη δραστηριότητα εξωθεσμικών κέντρων της αλλοδαπής που ασκούν επιθετική πολιτική προπαγάνδας και πολυεπίπεδης δολιοφθοράς. Ταυτόχρονα τα κέντρα αυτά εκμεταλλεύονται την ολιγωρία του επίσημου ελληνικού κράτους, καθώς και τα ατοπήματα τοπικών φορέων, μεμονωμένων ατόμων ή σχηματισμών προσωποπαγούς διαμαρτυρίας και άγονης εθνικιστικής πρακτικής.
Οι πρόσφατες εξελίξεις στη γείτονα χώρα ήταν αναμενόμενες για τους προσεκτικούς αναλυτές εξωτερικής πολιτικής (ειδικό τεύχος περι. ΕΠΙΚΑΙΡΑ, σελ.47-57) οι οποίοι σε αυτή τη φάση διαβλέπουν όχι τόσο τη σύγκρουση όσο την διαδοχή και την αλλαγή ισορροπιών στην εσωτερική πολιτική σκηνή εν όψει και των προσεχών δημοτικών εκλογών (Μάρτιος 2014) που ενδεχομένως το ΑΚΡ να χάσει την πρωτοκαθεδρία και να εξαναγκάσει τον κ. Ερντογάν να προβεί σε σχεδιασμούς τέτοιους που θα του εξασφαλίσουν την πολιτική του επιβίωση στις γενικές εκλογές του 2015. Σε αυτό το σκηνικό ο επιτήδειος ουδέτερος μετατρέπεται σε επιτήδειο αρχοντοχωριάτη που τον απασχολεί μόνον η διατήρηση των κεκτημένων και η ασυλία του κομματικού και πολιτικού ιερατείου.
Με αυτό το σκηνικό να έχει διαμορφωθεί στο εσωτερικό της Τουρκίας η ελληνική εξωτερική πολιτική ρέπει να παραμείνει σταθερή, αταλάντευτη να επαγρυπνεί και να επισημαίνει συνεχώς ότι:
– Δεν θα υπάρξει συνεκμετάλλευση στο Αιγαίο αν δεν αρθεί το casus belli, δεν αποκηρυχτεί η παράλογη θεωρία, έμπνευσης του αποθανόντος Τούρκου αρχηγού ΓΕΝ Έρκαγια, περί γκρίζων ζωνών στο Αιγαίο και δεν σταματήσει η προκλητική συμπεριφορά στο Αιγαίο.
– Δεν θα υπάρξει οποιαδήποτε μορφή σχέσης με την Ευρωπαϊκή Ένωση, αν δεν συμμορφωθεί η Τουρκία με το κοινοτικό κεκτημένο και δεν υποχωρήσει από την αδιάλλακτη στάση στο Κυπριακό. Επιπλέον δε, να αναλάβει τις υποχρεώσεις της, που απορρέουν από τις Συνθήκες και το Διεθνές Δίκαιο, για το Πατριαρχείο και την ελληνική μειονότητα.
-Δεν επιτρέπεται η εξωθεσμική δραστηριότητα φορέων και εκπροσώπων του τουρκικού μεγαλοϊδεατισμού στην ελληνική Θράκη εξαναγκάζοντας ταυτόχρονα τα μέλη της διπλωματικής αντιπροσωπείας των Τούρκων στη περιοχή να περιορισθούν στις υποχρεώσεις και τα συμβατικά διπλωματικά τους καθήκοντα χωρίς να δυναμιτίζουν τη συνύπαρξη των σύνοικων στοιχείων.
-Επίσης η ελληνική Πολιτεία καλείτει να επιδείξει ψυχραιμία και αποφασιστικότητα στη Θράκη περιορίζοντας και την αυθαίρετη επίδειξη «πατριωτισμού» από ματαιόδοξους και αυτόκλητους «πατριώτες και υπερασπιστές των εθνικών δικαίων»
– Να σταματήσει η πρακτική που αναπαράγεται χρόνια στις σχέσεις των σύνοικων στοιχείων με ενεργή τη στάση του τουρκικού Προξενείου και τις κατευθύνσεις που δίνει κατά περίσταση, και μονίμως απούσα την επίσημη κεντρική πολιτική η οποία χάνεται μεταξύ Αθηνών, Θράκης και διεθνών κέντρων αποφάσεων ή εξωθεσμικών και εξωχωρίων κέντρων.
Σε επίπεδο κοινωνίας και δημοσίου διαλόγου καλό θα ήταν να σταματήσουν οι δοκησίσοφοι και οι οιηματίες των τοπικών κοινωνιών και μέσων ενημέρωσης να γίνονται εν αγνοία τους μέρος του προβλήματος και πολυδαίδαλων ψυχολογικών επιχειρήσεων που υποκινούνται από ξένα κέντρα αποφάσεων και σχεδιασμού.
Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies, για την συλλογή στατιστικών στοιχείων και την διασφάλιση της καλύτερης εμπειρίας σας.
Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τη χρήση των cookies. Tι είναι τα Cookies;