Οι αεροπορικές επιδρομές του ΝΑΤΟ κατά της ΟΔ Γιουγκοσλαβίας ξεκίνησαν στις 24 Μαρτίου του 1999 και κράτησαν 78 ημέρες. Αφορμή για την έναρξη των βομβαρδισμών ήταν η άρνηση του Μιλόσεβιτς να αποδεχθεί την ξένη στρατιωτική παρουσία στο Κόσοβο, υπό τους όρους που έθεσε η διεθνής κοινότητα, στη διάσκεψη που πραγματοποιήθηκε στο Ραμπουγιέ της Γαλλίας.
Στην ουσία, όπως παραδέχτηκαν αργότερα και πολλοί Αμερικανοί διπλωμάτες, η απόφαση είχε ληφθεί πολύ πιο νωρίς και γι’ αυτό οι ΗΠΑ επέβαλαν τέτοιους όρους στο Ραμπουγιέ, που ήταν αδύνατο να τους αποδεχθεί ο Μιλόσεβιτς.
Σήμερα, στη Σερβία, ακόμη δεν έχουν επουλωθεί οι πληγές που άνοιξαν οι αεροπορικές επιδρομές του 1999. Τα τελευταία χρόνια γίνονται μεγάλες προσπάθειες για να αποκατασταθούν οι ζημιές που προκλήθηκαν. Στο οδικό και σιδηροδρομικό δίκτυο έχουν πλήρως αποκατασταθεί, όπως και στις μισές στρατιωτικές εγκαταστάσεις, ενώ οι υπόλοιπες θα πωληθούν ως οικόπεδα και το ενδιαφέρον είναι πως οι περισσότεροι αγοραστές που εκδηλώνουν ενδιαφέρον προέρχονται από χώρες που συμμετείχαν στους βομβαρδισμούς. Το ίδιο φαινόμενο παρατηρείται και στη βιομηχανία.
Στο Βελιγράδι μέχρι και σήμερα, σαν φαντάσματα του παρελθόντος, παραμένουν μισογκρεμισμένα το κτίριο, όπου στεγάζονταν το υπουργείο Άμυνας και το κτίριο του υπουργείου Εσωτερικών. Μισογκρεμισμένο παραμένει και το κτίριο της τηλεόρασης, όπου 16 άτομα έχασαν τη ζωή τους κι απέναντι, στο πάρκο, μια μαρμάρινη πλάκα καρφωμένη στο χώμα όπου αναγράφονται τα ονόματα τους και λίγο πιο κάτω υπάρχει μόνο μια λέξη: “ΓΙΑΤΙ;”
Η ένοπλη επίθεση κατά της ΟΔ Γιουγκοσλαβίας που άρχισε με τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς της 24ης Μαρτίου 1999 οπωσδήποτε αποτελεί «διεθνή ένοπλη σύγκρουση σύμφωνα με τον ορισμό του άρθρου 2 των Συμβάσεων Γενεύης που επαναλαμβάνεται και στο σημείο 3, άρθρο 1 του Πρώτου Συμπληρωματικού Πρωτοκόλλου.
Βάσει αυτού, όλες οι συγκρουόμενες πλευρές, καθώς και τα μέλη των δυνάμεων των πλευρών αυτών, υποχρεούνται να εφαρμόζουν απολύτως τα προβλεπόμενα από τα κείμενα αυτά, να εφαρμόζουν δηλαδή τις βασικές αρχές του ανθρωπιστικού δικαίου που βρίσκονται στους κώδικες αυτούς. Σύμφωνα με το άρθρο 2 των ίδιων Συμβάσεων οι αρχές αυτές εφαρμόζονται ανεξαρτήτως από το εάν μία από τις δύο πλευρές αναγνώρισε ή όχι εμπόλεμη κατάσταση.
Οι αρχές αυτές εφαρμόζονται και στην περίπτωση κατοχής εδάφους (ολοκλήρου ή τμήματος) ακόμη και αν δεν έχει προβληθεί αντίσταση ή δεν έχουν προηγηθεί ένοπλες συγκρούσεις. Αυτή το σημείο έχει μεγάλη σημασία στην περίπτωσή μας καθώς καμία από τις χώρες-συμμάχους του ΝΑΤΟ δεν κήρυξε πόλεμο κατά της Γιουγκοσλαβίας ακριβώς για να αποφύγουν το ενδεχόμενο να κατηγορηθούν ότι «επετέθησαν» κατά της Γιουγκοσλαβίας.
Λαμβάνοντας υπόψη όλες τις σχετικές γνωμοδοτήσεις και απόψεις διεθνολόγων και ειδικών του Διεθνούς Δικαίου προκύπτει ότι η νομιμότητα των ΝΑΤΟικών επιθέσεων είναι διαβλητή και αυτό εγείρει αυτομάτως σειρά άλλων ζητημάτων προς εξέταση και συζήτηση (χρήση βίας, χρήση απαγορευμένων όπλων κοκ).
Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της σύγκρουσης αυτής ήταν ότι δεν υπήρξε (κατ’ αρχήν) «άμεση και φυσική επαφή» των εμπολέμων πλευρών καθώς η ΝΑΤΟική πλευρά επέλεξε αεροπορικούς βομβαρδισμούς και η Γιουγκοσλαβική (βάσει των διαθεσίμων στοιχείων) δεν προσέβαλε θέσεις ΝΑΤΟ και συμμάχων του εκτός του εδάφους της.
Η Κοσοβική Κρίση με την επέμβαση του ΝΑΤΟ αυτομάτως εξελίχθηκε σε «διεθνή ένοπλη σύγκρουση» διότι μια ξένη δύναμη ενεργώς συμμετείχε και έδρασε προς όφελος της μιας πλευράς (ΑΣΚ) καθώς για αυτό υπάρχουν συγκεκριμένες αποδείξεις οι οποίες δεν γνώρισαν μέχρι στιγμής δημοσιότητα.
Κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής επέμβασης του ΝΑΤΟ (24/3-9/6/1999) οι συγκρουόμενες πλευρές υποχρεούνταν να τηρούν τους κανόνες που περιέχονται στο Πρώτο Συμπληρωματικό Πρωτόκολλο, Τμήμα IV, άρθρα 48-58 και αφορούν την προστασία άμαχου πληθυσμού, την διάκριση πολιτών από στρατιωτικό δυναμικό, την διάκριση πολιτικών από στρατιωτικούς στόχους και περιγράφει με σαφήνεια σειρά κριτηρίων προκειμένου να επιλεγεί και πληγεί ένας στόχος με την αποφυγή «παραπλεύρων απωλειών».
Τα ανωτέρω αφορούν τόσο στον επιτιθέμενο όσο και στον αμυνόμενο (στην προκειμένη περίπτωση ΟΔΓ) που πρέπει να αποφύγει να χρησιμοποιήσει πολιτικές εγκατάσεις ή και άμαχο πληθυσμό ως «ασπίδα προστασίας του στρατού» προκαλώντας την δράση του επιτεθεμένου.
Από τις 24 Μάρτη μέχρι στις 8 Ιουνίου 1999, πραγματοποιήθηκαν 35.000 αεροπορικές επιθέσεις από περισσότερα από 1.000 αεροπλάνα, 206 ελικόπτερα και αεροπλανοφόρα. Χρησιμοποιήθηκαν περισσότεροι από 10.000 πύραυλοι με 79.000 τόνους εκρηκτικών κατασκευασμένων με απαγορευμένα υλικά, όπως οι βόμβες γραφίτη και εκείνες με το αποδυναμωμένο ουράνιο.
Στην αεροπορική εκστρατεία κατά της Γιουγκοσλαβίας έλαβαν μέρος 1.150 μαχητικά αεροσκάφη και 206 ελικόπτερα του ΝΑΤΟ που απογειώθηκαν από 59 βάσεις σε 12 χώρες και πραγματοποίησαν συνολικά 2.300 επιδρομές. Εκτοξεύτηκαν εναντίον διαφόρων στόχων 420.000 βλήματα συνολικού βάρους 22.000 τόνων, 20.000 πύραυλοι, εκ των οποίων οι 1.300 ήταν τύπου Κρουζ και 37.000 βόμβες διασποράς, ενώ σε 14 περιοχές στο Κόσοβο και τη νότια Σερβία χρησιμοποιήθηκαν βλήματα απεμπλουτισμένου ουρανίου.
Η Πρίστινα δέχτηκε 374 αεροπορικές επιθέσεις (πέντε επιθέσεις την ημέρα), ακολουθεί η Πρίζρεν με 232. Το Βελιγράδι κατέχει την τρίτη θέση με “μόνο” 212 επιθέσεις. Στις πρώτες δέκα θέσεις δεν εμφανίζεται το Πάντσεβο, αλλά αυτή η πόλη μαζί με το Νόβι Σάντ κατέχουν την πρώτη θέση σε ότι αφορά τις επικίνδυνες τοξικές ουσίες που δέχτηκαν.
Τα διαθέσιμα στοιχεία αναφέρονται σε καταστροφές 328 δημοτικών σχολείων, την καταστροφή 25 πανεπιστημιακών σχολών, 15 κολεγίων, 20 φοιτητικών εστιών, 33 νοσοκομείων, 23 μοναστηριών, 32 εκκλησιών, 4 νεκροταφείων, 15 μουσείων, 5 έδρες τηλεόρασης, 44 αναμεταδότες τηλεοπτικών προγραμμάτων, 61 γέφυρες, 19 σιδηροδρομικούς σταθμούς, 34 σταθμούς λεωφορείων, 13 αεροδρομίων, 121 εργοστασίων, 23 διυλιστηρίων και αποθηκών καυσίμων, 23 εργοστάσια παραγωγής τροφίμων, 21 πρεσβείες και προξενεία. Οι δε υλικές ζημιές που υπέστη η χώρα εκτιμώνται μεταξύ 30 και 100 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία της Γιουγκοσλαβίας, κατά τη διάρκεια των βομβαρδισμών σκοτώθηκαν 1.002 στρατιώτες και 2000 άμαχοι πολίτες, ενώ τραυματίστηκαν 6000 άτομα. Υπολογίζεται ότι από τα θύματα το 30% ήταν παιδιά.
Η Γιουγκοσλαβική πλευρά διατυπώνει σε βάρος των χωρών-μελών του ΝΑΤΟ τις εξής κατηγορίες όσον αφορά στις παραβιάσεις του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου και συνοψίζονται στα εξής:
1. Σχεδιασμός και εκτέλεση του διαμελισμού, της απομόνωσης και της αποδυνάμωσης της Γιουγκοσλαβίας .
2. Υποβολή, παρότρυνση και επίταση της βίας μεταξύ μουσουλμάνων και σλάβων
3. Αποθάρρυνση κάθε ενέργειας που στόχευε τη διατήρηση της ενότητας, της ειρήνης και της σταθερότητας στη Γιουγκοσλαβία.
4. Συντριβή και εξολόθρευση του ειρηνευτικού ρόλου των Ηνωμένων Εθνών
Σε κάθε περίπτωση το ΝΑΤΟ μπορούσε να αποφύγει την καταστροφή στόχων για τους οποίους δεν ήταν σίγουρο ότι εξασφαλίζουν αμυντικό και στρατηγικό πλεονέκτημα στον Γιουγκοσλαβικό στρατό ενώ από την άλλη πλευρά ήταν δεδομένη η πρόκληση «παραπλεύρων απωλειών».
Επίσης στο βαθμό που οι βληθέντες στόχοι ήταν μέσα μαζικής συγκοινωνίας και μεταφοράς, γέφυρες,βιομηχανικές και τεχνικές εγκαταστάσεις, ξενοδοχειακές εγκαταστάσεις, σχολικά και νοσηλευτικά ή κτίρια και προστατευόμενα πολιτιστικά μνημεία το ΝΑΤΟ έπρεπε σύμφωνα με τα όσα προβλέπει το άρθρο 57, να αποφύγει την δράση του επί αυτών των στόχων.
Οποιαδήποτε παραβίαση των ανωτέρων άρθρων των Συμβάσεων μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο έρευνας του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου της Χάγης για τις παραβιάσεις του ανθρωπιστικού δικαίου στην πρώην Γιουγκοσλαβία.
Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies, για την συλλογή στατιστικών στοιχείων και την διασφάλιση της καλύτερης εμπειρίας σας.
Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τη χρήση των cookies. Tι είναι τα Cookies;