Γράφει ο Νίκος Αρβανίτης
Πριν από μερικές ώρες, ο κ. Kώστας Αρβανιτόπουλος, καθηγητής Διεθνών Σχέσεων μίλησε στην ΕΡΤ και την εκπομπή «Συνδέσεις» για τις εξελίξεις στη διπλωματική σκακιέρα μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.
«Βρισκόμαστε στη μεγαλύτερη κρίση που γνωρίσαμε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ποτέ δεν πιστεύαμε ότι θα ξανασυμβεί στην ευρωπαϊκή ήπειρο μία ωμή παραβίαση της εδαφικής κυριαρχίας ενός ανεξάρτητου κράτους», τόνισε ο καθηγητής.
«Μιλάμε για μια βαριά κρίση που δεν αφορά μόνο την Ουκρανία, η οποία είναι ένα πιόνι στην σκακιέρα του Πούτιν» είπε και πρόσθεσε: «η συνολική στάση του Πούτιν έχει να κάνει με την συνολική αναθεώρηση του ψυχροπολεμικού status quo».
Παραμένει μυστήριο για ποιό λόγο νομίζουν πολιτικοί και ακαδημαϊκοί ότι έχουμε υποστεί μαζική λοβοτομή και δεν θυμόμαστε την Γιουγκοσλαβική Κρίση που κατέληξε με την αλλαγή των συνόρων στην Ευρώπη και μάλιστα στα Βαλκάνια.
Εντύπωση προκαλεί επίσης και το γεγονός ότι κανείς δεν θυμάται την Μάχη του Έβρου, πριν από δύο χρόνια, όταν μόνοι τους οι Άνθρωποι των Συνόρων αντιμετώπισαν ορδές λαθρομεταναστών στα πλαίσια του υβριδικού ελληνοτουρκικού πολέμου.
Τέλος, να τονίσουμε ότι η ρωσική επιχείρηση κατά της Ουκρανίας που ξεκίνησε την Πέμπτη, 24/2/2022, είναι ο ορισμός του εγκλήματος της επίθεσης στο διεθνές δίκαιο. Πρόκειται για ξεκάθαρο επιθετικό πόλεμο εναντίον κυρίαρχου κράτους-μέλους των Ηνωμένων Εθνών. Ταυτόχρονα ξεσκεπάζει την αφόρητη υποκρισία τους έναντι αρχών που όφειλαν να σέβονται και να προασπίζονται.
Η απαγόρευση τέτοιων επιθέσεων είναι ίσως ο σημαντικότερος πυλώνας του διεθνούς δικαίου όπως διαμορφώθηκε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ανεξαρτήτως αν κάποιοι το ξεχνούν είτε πρόκειται για την Κύπρο, είτε για το Κοσσυφοπέδιο ή ακόμη και για τους νέους υβριδικούς πολέμους.
ΚΥΠΡΟΣ
Η τουρκική εισβολή στην Κύπρο που πραγματοποιήθηκε σε δύο φάσεις, τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 1974, αποτελεί μια σοβαρή παραβίαση των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου που αφορούν στην απαγόρευση χρήσης βίας και θεμελιωδών κανόνων του Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου και του Δικαίου των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Η απαγόρευση της χρήσης βίας στο Διεθνές Δίκαιο αποτελεί αρχή εκ των ων ουκ άνευ για την προώθηση των σκοπών του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, όπως καταγράφονται στον Καταστατικό Χάρτη του Οργανισμού. Το Άρθρο 2(4) του Χάρτη αναφέρει συγκεκριμένα ότι «πάντα τα Μέλη (του ΟΗΕ) θα απέχωσιν εις τας διεθνείς αυτών σχέσεις της απειλής ή χρήσεως βίας κατά της εδαφικής ακεραιότητος ή της πολιτικής ανεξαρτησίας οιουδήποτε Κράτους ή καθ’ οιονδήποτε άλλον τρόπον ασυμβίβαστον προς τους σκοπούς των Ηνωμένων Εθνών», ενώ το Άρθρο 2(7) απαγορεύει την επέμβαση οποιουδήποτε κράτους σε ζητήματα που ανήκουν ουσιαστικά στην εσωτερική δικαιοδοσία άλλου κράτους. Είναι πασιφανές ότι η Τουρκία με την εισβολή της στην Κύπρο παραβίασε τους θεμελιώδεις αυτούς κανόνες του Διεθνούς Δικαίου, που αποτελούν μάλιστα αναγκαστικούς κανόνες με αυξημένη ισχύ (jus cogens).
Το Συμβούλιο Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών αντέδρασε άμεσα στην τουρκική εισβολή, υιοθετώντας ομόφωνα το Ψήφισμα 353 (1974) στις 20 Ιουλίου 1974, χαρακτηρίζοντας τις πράξεις της Τουρκίας ως σοβαρή απειλή για τη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια που δημιούργησε μια πολύ εκρηκτική κατάσταση σε ολόκληρη την περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Με το Ψήφισμα 353 καλούνται όλα τα Κράτη-Μέλη του ΟΗΕ όπως σέβονται την κυριαρχία, ανεξαρτησία και εδαφική ακεραιότητα της Κύπρου και απαιτείται ο άμεσος τερματισμός της ξένης στρατιωτικής επέμβασης στην Κυπριακή Δημοκρατία, ζητώντας επίσης την χωρίς καθυστέρηση αποχώρηση από το έδαφος της Κύπρου του ξένου στρατιωτικού προσωπικού.
Μέχρι και σήμερα το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, η Γενική Συνέλευση του Οργανισμού και άλλοι περιφερειακοί οργανισμοί καταδικάζουν στο υψηλότερο επίπεδο την τουρκική εισβολή, ενώ τα εν λόγω ψηφίσματα επαναλαμβάνουν το παράνομο της συνεχιζόμενης κατοχής και των παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των αγνοουμένων, των προσφύγων και των εγκλωβισμένων. Το έγκλημα του εποικισμού στο κατεχόμενο τμήμα της Κυπριακής Δημοκρατίας συνεχίζεται, ενώ η Τουρκία, κατά παράβαση και πάλι των κανόνων και αρχών του Διεθνούς Δικαίου, καταστρέφει συστηματικά την πολιτιστική κληρονομιά στα κατεχόμενα. Η μονομερής ανακήρυξη ανεξαρτησίας στις κατεχόμενες περιοχές έχει επίσης καταδικαστεί από τη Διεθνή Κοινότητα και χαρακτηριστεί ως παράνομη με τα Ψηφίσματα 541 (1983) και 550 (1984) του Συμβουλίου Ασφαλείας.
Σειρά σημαντικών νομικών αποφάσεων, που έχουν εκδοθεί από περιφερειακά και εθνικά δικαστήρια, αναφέρονται σε γενικές και επιμέρους παραβιάσεις του Διεθνούς Δικαίου και των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ενώ η Τουρκία συνεχίζει να τις αγνοεί, να κατέχει παράνομα σχεδόν το 40% του κυπριακού εδάφους και να συνεχίζει την παραβίαση των θεμελιωδών ελευθεριών και δικαιωμάτων των Ελληνοκυπρίων.
ΟΔ ΓΙΟΥΓΚΟΣΛΑΒΙΑΣ
Οι αεροπορικές επιδρομές του ΝΑΤΟ κατά της ΟΔ Γιουγκοσλαβίας ξεκίνησαν στις 24 Μαρτίου του 1999 και κράτησαν 78 ημέρες. Αφορμή για την έναρξη των βομβαρδισμών ήταν η άρνηση του Μιλόσεβιτς να αποδεχθεί την ξένη στρατιωτική παρουσία στο Κόσοβο, υπό τους όρους που έθεσε η διεθνής κοινότητα, στη διάσκεψη που πραγματοποιήθηκε στο Ραμπουγιέ της Γαλλίας.
Η νατοϊκή επίθεση κατά της Γιουγκοσλαβίας ήταν η μεγαλύτερη στρατιωτική επιχείρηση σε ευρωπαϊκό έδαφος μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Κατά κύριο λόγο οι ΗΠΑ, και ευρύτερα το ΝΑΤΟ, για πρώτη φορά προχώρησαν σε ανοιχτή στρατιωτική επέμβαση ενάντια σε μια κυρίαρχη χώρα χωρίς να έχει προηγηθεί απόφαση του ΟΗΕ και χωρίς η χώρα αυτή να απειλεί κανένα από τα μέλη της Συμμαχίας.
Η ένοπλη επίθεση κατά της ΟΔ Γιουγκοσλαβίας που άρχισε με τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς της 24ης Μαρτίου 1999 οπωσδήποτε αποτελεί «διεθνή ένοπλη σύγκρουση σύμφωνα με τον ορισμό του άρθρου 2 των Συμβάσεων Γενεύης που επαναλαμβάνεται και στο σημείο 3, άρθρο 1 του Πρώτου Συμπληρωματικού Πρωτοκόλλου.
Βάσει αυτού, όλες οι συγκρουόμενες πλευρές, καθώς και τα μέλη των δυνάμεων των πλευρών αυτών, υποχρεούνται να εφαρμόζουν απολύτως τα προβλεπόμενα από τα κείμενα αυτά, να εφαρμόζουν δηλαδή τις βασικές αρχές του ανθρωπιστικού δικαίου που βρίσκονται στους κώδικες αυτούς. Σύμφωνα με το άρθρο 2 των ίδιων Συμβάσεων οι αρχές αυτές εφαρμόζονται ανεξαρτήτως από το εάν μία από τις δύο πλευρές αναγνώρισε ή όχι εμπόλεμη κατάσταση.
Οι αρχές αυτές εφαρμόζονται και στην περίπτωση κατοχής εδάφους (ολοκλήρου ή τμήματος) ακόμη και αν δεν έχει προβληθεί αντίσταση ή δεν έχουν προηγηθεί ένοπλες συγκρούσεις. Αυτή το σημείο έχει μεγάλη σημασία στην περίπτωσή μας καθώς καμία από τις χώρες-συμμάχους του ΝΑΤΟ δεν κήρυξε πόλεμο κατά της Γιουγκοσλαβίας ακριβώς για να αποφύγουν το ενδεχόμενο να κατηγορηθούν ότι «επετέθησαν» κατά της Γιουγκοσλαβίας.
Λαμβάνοντας υπόψη όλες τις σχετικές γνωμοδοτήσεις και απόψεις διεθνολόγων και ειδικών του Διεθνούς Δικαίου προκύπτει ότι η νομιμότητα των ΝΑΤΟικών επιθέσεων είναι διαβλητή και αυτό εγείρει αυτομάτως σειρά άλλων ζητημάτων προς εξέταση και συζήτηση (χρήση βίας, χρήση απαγορευμένων όπλων κοκ).
Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της σύγκρουσης αυτής ήταν ότι δεν υπήρξε (κατ’ αρχήν) «άμεση και φυσική επαφή» των εμπολέμων πλευρών καθώς η ΝΑΤΟική πλευρά επέλεξε αεροπορικούς βομβαρδισμούς και η Γιουγκοσλαβική (βάσει των διαθεσίμων στοιχείων) δεν προσέβαλε θέσεις ΝΑΤΟ και συμμάχων του εκτός του εδάφους της.
Η Κοσοβική Κρίση με την επέμβαση του ΝΑΤΟ αυτομάτως εξελίχθηκε σε «διεθνή ένοπλη σύγκρουση» διότι μια ξένη δύναμη ενεργώς συμμετείχε και έδρασε προς όφελος της μιας πλευράς (ΑΣΚ) καθώς για αυτό υπάρχουν συγκεκριμένες αποδείξεις οι οποίες δεν γνώρισαν μέχρι στιγμής δημοσιότητα.
Κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής επέμβασης του ΝΑΤΟ (24/3-9/6/1999) οι συγκρουόμενες πλευρές υποχρεούνταν να τηρούν τους κανόνες που περιέχονται στο Πρώτο Συμπληρωματικό Πρωτόκολλο, Τμήμα IV, άρθρα 48-58 και αφορούν την προστασία άμαχου πληθυσμού, την διάκριση πολιτών από στρατιωτικό δυναμικό, την διάκριση πολιτικών από στρατιωτικούς στόχους και περιγράφει με σαφήνεια σειρά κριτηρίων προκειμένου να επιλεγεί και πληγεί ένας στόχος με την αποφυγή «παραπλεύρων απωλειών».
Τα ανωτέρω αφορούν τόσο στον επιτιθέμενο όσο και στον αμυνόμενο (στην προκειμένη περίπτωση ΟΔΓ) που πρέπει να αποφύγει να χρησιμοποιήσει πολιτικές εγκατάσεις ή και άμαχο πληθυσμό ως «ασπίδα προστασίας του στρατού» προκαλώντας την δράση του επιτεθεμένου.
Από τις 24 Μάρτη μέχρι στις 8 Ιουνίου 1999, πραγματοποιήθηκαν 35.000 αεροπορικές επιθέσεις από περισσότερα από 1.000 αεροπλάνα, 206 ελικόπτερα και αεροπλανοφόρα. Χρησιμοποιήθηκαν περισσότεροι από 10.000 πύραυλοι με 79.000 τόνους εκρηκτικών κατασκευασμένων με απαγορευμένα υλικά, όπως οι βόμβες γραφίτη και εκείνες με το αποδυναμωμένο ουράνιο.
Στην αεροπορική εκστρατεία κατά της Γιουγκοσλαβίας έλαβαν μέρος 1.150 μαχητικά αεροσκάφη και 206 ελικόπτερα του ΝΑΤΟ που απογειώθηκαν από 59 βάσεις σε 12 χώρες και πραγματοποίησαν συνολικά 2.300 επιδρομές. Εκτοξεύτηκαν εναντίον διαφόρων στόχων 420.000 βλήματα συνολικού βάρους 22.000 τόνων, 20.000 πύραυλοι, εκ των οποίων οι 1.300 ήταν τύπου Κρουζ και 37.000 βόμβες διασποράς, ενώ σε 14 περιοχές στο Κόσοβο και τη νότια Σερβία χρησιμοποιήθηκαν βλήματα απεμπλουτισμένου ουρανίου.
Η Πρίστινα δέχτηκε 374 αεροπορικές επιθέσεις (πέντε επιθέσεις την ημέρα), ακολουθεί η Πρίζρεν με 232. Το Βελιγράδι κατέχει την τρίτη θέση με «μόνο» 212 επιθέσεις. Στις πρώτες δέκα θέσεις δεν εμφανίζεται το Πάντσεβο, αλλά αυτή η πόλη μαζί με το Νόβι Σάντ κατέχουν την πρώτη θέση σε ότι αφορά τις επικίνδυνες τοξικές ουσίες που δέχτηκαν.
Τα διαθέσιμα στοιχεία αναφέρονται σε καταστροφές 328 δημοτικών σχολείων, την καταστροφή 25 πανεπιστημιακών σχολών, 15 κολεγίων, 20 φοιτητικών εστιών, 33 νοσοκομείων, 23 μοναστηριών, 32 εκκλησιών, 4 νεκροταφείων, 15 μουσείων, 5 έδρες τηλεόρασης, 44 αναμεταδότες τηλεοπτικών προγραμμάτων, 61 γέφυρες, 19 σιδηροδρομικούς σταθμούς, 34 σταθμούς λεωφορείων, 13 αεροδρομίων, 121 εργοστασίων, 23 διυλιστηρίων και αποθηκών καυσίμων, 23 εργοστάσια παραγωγής τροφίμων, 21 πρεσβείες και προξενεία. Οι δε υλικές ζημιές που υπέστη η χώρα εκτιμώνται μεταξύ 30 και 100 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία της Γιουγκοσλαβίας, κατά τη διάρκεια των βομβαρδισμών σκοτώθηκαν 1.002 στρατιώτες και 2000 άμαχοι πολίτες, ενώ τραυματίστηκαν 6000 άτομα. Υπολογίζεται ότι από τα θύματα το 30% ήταν παιδιά.
Οι βομβαρδισμοί έληξαν με την υπογραφή, στις 9 Ιουνίου 1999, της συμφωνίας του Κουμάνοβο (ΠΓΔΜ), που προέβλεπε την ανάπτυξη ειρηνευτικών δυνάμεων στο Κόσοβο υπό τη διοίκηση του ΟΗΕ μέχρι να διευθετηθεί το καθεστώς αυτονομίας του Κοσόβου.
Μία ημέρα αργότερα, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ ψηφίζει την απόφαση 1244 και αρχίζει η ανάπτυξη 37200 στρατιωτών από 36 χώρες. Το Κόσοβο στην απόφαση αυτή αναφέρεται ρητά ως αναπόσπαστο τμήμα της Σερβίας. Παρ’ όλα αυτά και αφού προηγήθηκαν δολοφονίες, βιαιότητες και διώξεις κατά του σερβικού πληθυσμού, το 2008 η περιοχή ανακηρύσσεται ανεξάρτητο κράτος, που μέχρι σήμερα έχουν αναγνωρίσει 108 χώρες μεταξύ των οποίων οι ΗΠΑ και όλες οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) πλην της Ισπανίας, της Ελλάδας, της Σλοβακίας, της Ρουμανίας και της Κύπρου.
Μετά από δύο και πλέον δεκαετίες, μπορούμε με απόλυτη βεβαιότητα να αναφερθούμε στον πολυεπίπεδο αντικειμενικό σκοπό της “ανθρωπιστικής επέμβασης” που δεν ήταν άλλος από την δημιουργία νέων μοντέλων πολεμικής εμπλοκής, την εγκαθίδρυση κράτων-φαντασμάτων με κυβερνήσεις “μαριονέτα”, την επίτευξη γεωπολιτικών στόχων και την διεξαγωγή “ιστορικών πειραμάτων” που οδήγησαν, βεβαίως και σε ανεπιθύμητες καταστάσεις όπως η ανάδυση του μεταισλαμισμού και του ριζοσπαστικού ισλάμ αλλά και της νέας μεταναστευτικής/προσφυγικής κρίσης ενώ την εφαρμογή αυτού του μοντέλου την είδαμε και σε Αφγανιστάν, Ιράκ, Λιβύη, Συρία.
ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΕΒΡΟΥ
Στις 28 Φεβρουαρίου 2020 η Θράκη αντιμετώπισε μια μαζική και οργανωμένη μετακίνηση πληθυσμών στα σύνορά μας, με όρους πραγματικής εισβολής,η οποία και συνιστά αποσταθεροποιητική ενέργεια και υβριδική απειλή εναντίον της χώρας μας, με υποκίνηση της Τουρκίας.
Ήταν τότε που η τουρκική κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι ως αντίποινα για τον θάνατο 33 Τούρκων στρατιωτών στην Ιντλίμπ της βόρειας Συρίας, προχωράει μονομερώς στο άνοιγμα των συνόρων της προς την Ελλάδα για να περάσουν οι πρόσφυγες και μετανάστες που επιδιώκουν να φτάσουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση.Η Τουρκία, κινήθηκε βάσει καλά οργανωμένου σχεδίου, χρησιμοποιώντας ως εμπροσθοφυλακή άμαχους και κατατρεγμένους ανθρώπους, μέσα στους οποίους ωστόσο είχαν εισχωρήσει κακοποιοί και τζιχαντιστές.
Να υπενθυμίσουμε, ότι σε εκείνες τις κρίσιμες στιγμές δεν είχαμε καν την λεκτική συμπαράσταση των εταίρων μας.
Αργότερα η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, σε δήλωσή της ανέφερε ότι «οι ελληνικές ανησυχίες είναι δικές μας ανησυχίες, τα ελληνικά σύνορα είναι ευρωπαϊκά σύνορα. Δηλώνουμε την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη προς την Ελλάδα. Εμπιστευόμαστε την κυβέρνησή σας και για τον επιπλέον λόγο ότι αν και έχετε ένα πολύ σημαντικό έργο επιδοκιμάζουμε το ότι λειτουργείτε σύμφωνα με το ευρωπαϊκό δίκαιο»
Αξιωματούχος του Αμερικανικού Στέιτ Ντιπάρτμεντ δήλωσε ότι «οι Ηνωμένες Πολιτείες αναγνωρίζουν το δικαίωμα της Ελλάδας να εφαρμόζει τους δικούς της νόμους πάνω στα σύνορα της. Καλούμε και τις δύο πλευρές να επιδείξουν αυτοσυγκράτηση, καθώς αυτή η κατάσταση εξελίσσεται στα ελληνοτουρκικά σύνορα».
Η γερμανική κυβέρνηση απέφυγε να καταδικάσει το άνοιγμα των τουρκικών συνόρων, ενώ επικεντρώθηκε στη στήριξη της Συμφωνίας Ευρωπαϊκής Ένωσης-Τουρκίας για το μεταναστευτικό. Σε δηλώσεις της σε δημοσιογράφους η καγκελάριος, Άνγκελα Μέρκελ, είπε πως κατανοεί ότι η Άγκυρα περίμενε περισσότερη υποστήριξη από την Ευρώπη για να αντιμετωπίσει την προσφυγική κρίση, σημειώνοντας όμως ότι ο Τούρκος πρόεδρος «δεν πρέπει να χρησιμοποιεί τους πρόσφυγες για να εκφράσει τη δυσαρέσκειά του». Ο πρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της γερμανικής βουλής, Νόρμπερτ Ρέτγκεν δήλωσε πως η Γερμάνια αλλά και η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν θα πρέπει να αντιδράσουν σκληρά. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του το άνοιγμα των τουρκικών συνόρων είναι ένα είδος «κραυγής βοήθειας» προς την Ευρώπη.
Η αποτροπή της εισόδου στην επικράτεια, στην προκειμένη περίπτωση στην Ελληνική επικράτεια δεν ισοδυναμεί με επαναπροωθήσεις που απαγορεύονται από το διεθνές δίκαιο. ενώ τα επεισόδια στον Έβρο αποτελούν μια νέα παραβίαση του διεθνούς δικαίου.Η κατευθυνόμενη μαζική είσοδος ανθρώπων στο έδαφος ενός άλλου κράτους με σκοπό αυτό να οδηγήσει στην μη εκτέλεση των νόμων περί ασύλου αποτελεί εργαλειοποίηση αυτών των ανθρώπων και έγκλημα κατά το διεθνές δίκαιο.
Η Ελλάδα πρέπει να αντιληφθεί ότι το Διεθνές Δίκαιο πλέον δεν υφίσταται καθώς το δίκαιο του ισχυρού μπορεί να το αντικαταστήσει ανά πάσα στιγμή για αυτό και η Ηγεσία της Χώρας οφείλει να επαγρυπνεί και ο Λαός να αποτελεί πολλαπλασιαστή ισχύος που θα αντιμετωπίζει οποιαδήποτε κρίση κι απειλή.
Στο άναρχο διεθνές σύστημα τα νομικά/ηθικά επιχειρήματα έχουν σημασία μόνο όταν ο συσχετισμός ισχύος δεν επιτρέπει σε καμία πλευρά να επιβάλει τη θέλησή της
τα νομικά επιχειρήματα έχουν αξία όταν εκείνοι που τα επικαλούνται είναι περίπου ισόπαλοι σε δύναμη. Αν όμως υπάρχει ασυμμετρία ισχύος τότε ο αδύνατος δεν σώζεται από την επίκληση των αρχών του δικαίου ή της ηθικής ο ισχυρός επιβάλλει ό,τι του επιτρέπει η δύναμή του και ο αδύνατος υποχωρεί όσο του επιβάλλει η αδυναμία του.Στο άναρχο διεθνές σύστημα λοιπόν ισχύει ο απόλυτος νόμος της φύσης δηλαδή ο νόμος του ισχυροτέρου.
Άλλωστε την “κρίσιμη ώρα” μόνον ο Θεός της Ελλάδας θα σταθεί δίπλα μας καθώς και οι Σύμμαχοι ακόμη θα παρέμβουν κατόπιν εορτής όπως έχει δείξει η μέχρι σήμερα ιστορική πραγματικότητα!
Υ.Γ. Χρήσιμο θα ήταν να ξαναδιαβάσουμε Θουκυδίδη και Πελοποννησιακό Πόλεμο
Ελληνική Διπλωματία, Ρωσο-Ουκρανική Κρίση και Εθνικό Συμφέρον
Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies, για την συλλογή στατιστικών στοιχείων και την διασφάλιση της καλύτερης εμπειρίας σας.
Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τη χρήση των cookies. Tι είναι τα Cookies;