Το «Ρομάντσο» είναι από τα σημαντικότερα φαινόμενα του ελληνικού Τύπου στον 20ό αιώνα. Είναι επίσης σημαντική εκδήλωση μαζικής κουλτούρας – αν όχι η σημαντικότερη, ιδιαίτερα στην προτηλεοπτική εποχή, δηλαδή πριν από το 1967. Η απόλυτη καθιέρωσή του συντελείται στις αρχές της δεκαετίας του 1960, όταν κυκλοφορεί σε 300.000 αντίτυπα εβδομαδιαίως, κυκλοφορίες που δεν ξεπεράστηκαν ποτέ. Δεν είναι τυχαίο ότι τότε ο τίτλος «Ρομάντσο» έγινε συνώνυμος του αντικειμένου και της έννοιας «περιοδικό». Το αίτημα «δώστε μου ένα “Ρομάντσο”» σήμαινε «δώστε μου ένα περιοδικό», όπως, σε μια άλλη, νέα επίσης για την εποχή, κατηγορία, αυτή των προϊόντων οικογενειακής κατανάλωσης, το αίτημα «δώστε μου μια “Κολγκέιτ”» σήμαινε «δώστε μου μια οδοντόκρεμα». Ο τίτλος «Ρομάντσο» προσδιόριζε και έκανε αναγνωρίσιμο ένα είδος Τύπου, αυτό του λαϊκού περιοδικού, που είχε μεν εμφανιστεί πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο αλλά αναπτύχθηκε ιδιαίτερα και επηρέασε μεγάλες ομάδες πληθυσμού στις δεκαετίες του 1950 και του 1960.
«Το Βήμα» επιλέγει και προσφέρει στους αναγνώστες του για τις Κυριακές του Δεκεμβρίου, σαν ένα vintage χριστουγεννιάτικο δώρο, πανομοιότυπα ανάτυπα επιλεγμένων και αντιπροσωπευτικών τευχών του περιοδικού «Ρομάντσο». (Ο τίτλος είναι ιδιοκτησία του Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη.)
Η αρχή γίνεται με ένα τεύχος του Απριλίου του 1963, πανηγυρικό, πλούσιο, αισιόδοξο και, τηρουμένων των αναλογιών, θεαματικό, με εξώφυλλο την Αλίκη Βουγιουκλάκη. Η λαϊκή και δημοφιλής σταρ της εποχής κοσμούσε τα εμβληματικότερα εξώφυλλα του περιοδικού και, σύμφωνα με μαρτυρίες του ιστορικού εκδότη του «Ρομάντσου», του Νίκου Θεοφανίδη, εξώφυλλο με Βουγιουκλάκη σήμαινε σίγουρη αύξηση της κυκλοφορίας. Είναι αξιοπρόσεκτος ο σχεδιασμός του εξωφύλλου. Η φωτογραφία της σταρ αντιμετωπίζεται εικονογραφικά και με γραφιστικούς όρους. Βλέποντας σήμερα αυτό το εξώφυλλο, έπειτα από μισόν αιώνα, μας εκπλήσσει ο μοντερνισμός του, χωρίς να ακυρώνεται η πατίνα του χρόνου που το κάνει γοητευτικό και που κινητοποιεί τους μηχανισμούς της νοσταλγίας.
Ενας παραλληλισμός μεταξύ της ανάπτυξης και υποδοχής των λαϊκών περιοδικών της εποχής, ιδιαίτερα του «Ρομάντσου», και της ανάπτυξης και υποδοχής του ελληνικού κινηματογράφου, επίσης ως φαινομένου μαζικής κουλτούρας, θα μας έδινε πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία και πολύ ενδιαφέρουσες πληροφορίες για την κινητικότητα ανθρώπων και ιδεών από τον έναν χώρο στον άλλον. Μεγάλος αριθμός συνεργατών του «Ρομάντσου» είναι σεναριογράφοι του ελληνικού κινηματογράφου, ιδιαίτερα της κωμωδίας, ενώ μεγάλος αριθμός γελοιογράφων του επιμελούνται και σχεδιάζουν τους τίτλους και τα ζενερίκ των ταινιών.
Η εκδοτική φιλοσοφία
Η εκδοτική φιλοσοφία του «Ρομάντσου» ήταν συνεκτική και καθαρή. Ηδη από τον τίτλο του δηλώνεται ότι είναι περιοδικό αναγνωσμάτων. Ο όρος «ρομάντσο» παραπέμπει στο μυθιστόρημα και ιδιαίτερα στο αισθηματικό μυθιστόρημα, ένα είδος που απευθύνεται κυρίως σε γυναικείο αναγνωστικό κοινό. Καθώς δεν διαθέτουμε έρευνες κοινής γνώμης για εκείνη την εποχή, υποθέτουμε ότι το μεγαλύτερο μέρος του αγοραστικού και αναγνωστικού κοινού του περιοδικού ήταν γυναίκες. Το «Ρομάντσο» δεν προσδιορίστηκε όμως ποτέ ως γυναικείο περιοδικό. Ο προσδιορισμός κάτω από τον τίτλο του ήταν «εβδομαδιαίο περιοδικό ποικίλης ύλης», ενώ για τις συνειδήσεις της εποχής ήταν περισσότερο ένα είδος οικογενειακού περιοδικού. Δίπλα στις αισθηματικές ιστορίες δημοσίευε μεγάλο μέρος «αντρικής» ύλης, δηλαδή αναγνώσματα αστυνομικά, κατασκοπικά, πολεμικά, ιστορικά, αυτοτελή ή σε συνέχειες. Οι αισθηματικές ιστορίες εμπλουτίστηκαν σταδιακά, ιδιαίτερα στην αρχή της δεκαετίας του 1960 με φωτορομάντσα, κυρίως ιταλικής προελεύσεως και φυσικά κατά τα πρότυπα των λαϊκών περιοδικών της Ιταλίας. Τον χαρακτήρα του ως οικογενειακού περιοδικού συμπλήρωνε η ύλη για παιδιά. Τη σχετική σελίδα και ιδιαίτερα το παραμύθι υπέγραφε ο Τίτος Αινείας, ψευδώνυμο του Σταύρου Κοκκινέα (1916-1978), από τους μεγαλύτερους παραμυθάδες και συλλέκτες παραδοσιακών παραμυθιών στον 20ό αιώνα.
Οι ελληνικές υπογραφές των αναγνωσμάτων είναι και σήμερα αναγνωρίσιμες. Για παράδειγμα, η Ιωάννα Μπουκουβάλα-Αναγνώστου υπέγραφε δραματικά μυθιστορήματα σε συνέχειες, «εξαιρετικής πλοκής και αγωνιώδους ενδιαφέροντος». Αναγνωρίζουμε σ’ αυτήν την πρόδρομο σημερινών συγγραφέων ρομάντσων. Ο Ι. Α. Σκουτερόπουλος υπέγραφε το ανάγνωσμα «Οι ιππότες των ορέων». Ο Νίκος Μαράκης υπέγραφε αστυνομικές ιστορίες αλλά και «εξωτικά διηγήματα», όπως επιγράφονταν, που δεν ήταν παρά ιστορίες από το Φαρ Ουέστ. Ο Ασημάκης Γιαλαμάς και ο Πολύβιος Βασιλειάδης, συγγραφείς δημοφιλών κωμωδιών για το θέατρο και σεναριογράφοι του ελληνικού κινηματογράφου, υπέγραφαν μικρές ηθογραφικές ιστορίες με χιούμορ. Ο θεατρικός συγγραφέας Β.Μεσολογγίτης υπέγραφε θεατρικές σκηνές ή μονόπρακτα. Από τις κορυφαίες υπογραφές του περιοδικού ήταν βεβαίως ο Νίκος Τσιφόρος, ένας από τους ανθρώπους που σφράγισε με τις κωμωδίες του, τη σάτιρά του και τα χρονογραφήματά του το ήθος της εποχής. Εξακολουθεί να διαβάζεται ως σήμερα επειδή βασικό όπλο στη γραφή του είναι η ειρωνεία.
Από τις ξένες υπογραφές αναγνωσμάτων αναγνωρίζουμε κυρίως συγγραφείς αστυνομικών και hard-boiled ιστοριών όπως ο Βρετανός Πίτερ Τσένι (Peter Cheyney, 1896-1951), αλλά δεν λείπουν και υπογραφές κορυφαίων συγγραφέων, όπως του Χεμινγκγουέι ή του Αμβρόσιου Πιρς, που μεταγράφεται από τα γαλλικά ως Αμπρουάζ Πιερς.
Το χρονογράφημα και οι γελοιογραφίες
Το χρονογράφημα ήταν μια ιδιαίτερη κατηγορία της ύλης του «Ρομάντσου». Καθαρά δημοσιογραφικό είδος που σήμερα έχει σχεδόν εξαφανιστεί, υπηρετήθηκε από ιστορικές μορφές της ελληνικής δημοσιογραφίας. Εθεωρείτο το κορυφαίο είδος και έδινε το άρωμα της ημέρας μεταγράφοντας την επικαιρότητα με προσωπικό στυλ. Ο κορυφαίος χρονογράφος του «Ρομάντσου» ήταν ο Παύλος Παλαιολόγος, ένας δημοσιογράφος που υπέγραφε και το χρονογράφημα στο «Βήμα».
Το χρονογράφημα συμπλήρωνε η σελίδα των σχολίων. Ανυπόγραφα κείμενα, με άμεσο ύφος και κύριο χαρακτηριστικό τους τη σάτιρα ηθών.
Αν τα αναγνώσματα ήταν ο ένας πυλώνας της πολιτικής περιεχομένου του περιοδικού, ο άλλος ήταν οι γελοιογραφίες. Αρχέλαος, Χριστοδούλου, Π. Παυλίδης, Πολενάκης, Μ. Αναστόπουλος σχεδίαζαν τις γελοιογραφίες. Σατίριζαν τις νέες πραγματικότητες της μεταπολεμικής εποχής, την ανοικοδόμηση, τον πόθο του ρετιρέ, την εμφάνιση του καταναλωτισμού, την απελευθέρωση της γυναίκας, το νέο αντικείμενο του πόθου που ήταν το αυτοκίνητο, τον τουρισμό. Μέσα από τις γελοιογραφίες του «Ρομάντσου» αναδύθηκαν και δύο χαρακτηριστικοί τύποι: ο σπαγκοραμμένος, ένα πνεύμα οικονομίας ως αντίβαρο στα νέα καταναλωτικά ήθη, και ο βαρελόφρων, ένα κωμικό ισοδύναμο της δραματικής κινηματογραφικής μορφής του μεθύστακα που είχε κάνει δημοφιλή ο Ορέστης Μακρής.
Τον χαρακτήρα του οικογενειακού περιοδικού ενίσχυαν στο «Ρομάντσο» οι σελίδες εκλαϊκευμένης επιστήμης, κυρίως από τον χώρο της ιατρικής, και εγκυκλοπαιδικών πληροφοριών και γνώσεων. Τα αναγνώσματα και η εκλαΐκευση της επιστημονικής γνώσης, ιδιαίτερα των τελευταίων επιτευγμάτων, έδιναν στο «Ρομάντσο» μια διπλή διάσταση: περιοδικό ψυχαγωγίας και περιοδικό γνώσης.
Ο γραφισμός – θα ήταν αναχρονισμός να χρησιμοποιήσουμε τον όρο design -, οι πυκνές σελίδες του, έφερναν το περιοδικό πιο κοντά στο βιβλίο. Οι φωτογραφίες, κυρίως πορτρέτα ηθοποιών, ήταν σχετικά λίγες σε σύγκριση με τα σκίτσα και τις εικονογραφήσεις που αποτελούσαν το μεγαλύτερο μέρος του εικονογραφικού περιεχομένου. Πολύ χαρακτηριστικές ήταν οι βινιέτες στις διάφορες στήλες και στα αναγνώσματα.
Από τα τέλη της δεκαετίας του 1950 αλλά ιδιαίτερα τη δεκαετία του 1960 η διαφήμιση, ασπρόμαυρη αλλά και τετραχρωμία, εισβάλλει στις σελίδες του «Ρομάντσου» δίνοντάς μας το πανόραμα των νέων προϊόντων που διεκδικούν θέσεις στην καθημερινότητα των Ελλήνων: οικιακές συσκευές, απορρυπαντικά, είδη περιποίησης, οδοντόκρεμες, βερνίκια, βούτυρα, μαγειρικά λίπη, ποτά αλλά και διακριτικότατες διαφημίσεις για σερβιέτες. Διαφημίσεις που απευθύνονται κυρίως σε γυναικείο κοινό.
Σε ένα πιο σοφιστικέ επίπεδο, θα λέγαμε ότι το «Ρομάντσο» ήρθε να καλύψει τις νέες ανάγκες του ελεύθερου χρόνου και των αργιών που παγιώνονται μετά τον Εμφύλιο, μολονότι έχουν θεσμοθετηθεί και νομοθετηθεί πολύ νωρίτερα.
Μια ελληνική εκδοχή του ποπ
Ποπ περιοδικό στην Ελλάδα, δηλαδή εκφραστής μιας λαϊκής κουλτούρας. Ποπ ιστορίες αλλά και παλπ φίξιον (pulp fiction) α λα ελληνικά μέσα από την ατέλειωτη σειρά αναγνωσμάτων που δημοσιεύονταν στο «Ρομάντσο». Εκδότης του ήταν ο Νίκος Θεοφανίδης. Είχε γεννηθεί το 1901 στην Κάτω Παναγιά του Τσεσμέ και από μικρός δούλεψε σε τυπογραφεία. Θεωρούσε τη μικρασιασική καταγωγή του εύσημο. Ιδρυσε το «Ρομάντσο» το 1934. Στην αρχή περιοδικό μικρού σχήματος με αναγνώσματα, από το 1942 μεγάλου σχήματος και ποικίλης ύλης, αλλά πάντα με βασικό κορμό τα αναγνώσματα. Μετά την υποτίμηση της δραχμής από τον Μαρκεζίνη το 1953, ο Θεοφανίδης μείωσε την τιμή του περιοδικού από τις 6 δραχμές στις 3 και το επέβαλε οριστικά επί του ανταγωνιστή του, «Θησαυρού». Στη δεκαετία του 1960 το «Ρομάντσο» κυκλοφορεί σε 300.000 αντίτυπα εβδομαδιαίως.
Το περιοδικό του Θεοφανίδη τώρα αρχίζει να εκτιμάται. Το αναγνωστικό φαινόμενο στην Ελλάδα είχε μαζικότητα που ταυτίζεται με τις κολοσσιαίες κυκλοφορίες λαϊκών περιοδικών όπως το «Ρομάντσο», όπου το κοινό διάβαζε σε συνέχειες τα ρομάντσα ελλήνων επώνυμων ή ψευδώνυμων συγγραφέων. Αυτή είναι η ιστορική πραγματικότητα. Οι σημερινές όψεις του αναγνωστικού φαινομένου πρέπει να συσχετιστούν με την προϊστορία των λαϊκών περιοδικών. Το «Ρομάντσο» καθόρισε τις αναγνωστικές συμπεριφορές όχι μόνο μέσα από τα αναγνώσματα που δημοσιεύονταν στις σελίδες του αλλά και από τις αυτοτελείς εκδόσεις μυθιστορημάτων. Η βιβλιοθήκη του περιλαμβάνει μεγάλα κλασικά μυθιστορήματα σε εξαιρετικές μεταφράσεις που υπογράφονταν από τον Κοτζιούλα ή τη Γεωργία Δεληγιάννη.
πηγή: tovima.gr
Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies, για την συλλογή στατιστικών στοιχείων και την διασφάλιση της καλύτερης εμπειρίας σας.
Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τη χρήση των cookies. Tι είναι τα Cookies;