H Ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή (ΙΨΑΔ) κατηγοριοποιείται στην ευρύτερη ομάδα των αγχωδών διαταραχών (DSM-IV). Είναι συχνή στον γενικό πληθυσμό και χαρακτηρίζεται από υποτροπιάζουσες ιδεοληψίες ή/και ψυχαναγκασμούς.
Οι ιδεοληψίες είναι επίμονες, επαναλαμβανόμενες ιδέες, σκέψεις, εικόνες ή παρορμήσεις που το άτομο θεωρεί δυσάρεστες, παράλογες, ανόητες ή ανεπιθύμητες.
Οι ψυχαναγκασμοί είναι τα συμπεριφορικά ανάλογα των ιδεοληψιών – επανειλημμένες παρορμήσεις του ατόμου να εκτελέσει κάποιες στερεότυπες πράξεις, οι οποίες στοχεύουν στην εξουδετέρωση της ιδεοληψίας ή μιας δυσάρεστης συναισθηματικής κατάστασης.
Ο πραγματικός επιπολασμός της ιδεοψυχαναγκαστικής διαταραχής έχει αποτελέσει πηγή διαμάχης στη διεθνή βιβλιογραφία. Μέχρι το 1980, θεωρούνταν μία εξαιρετικά σπάνια διαταραχή. Διάφορες επιδημιολογικές έρευνες δείχνουν ότι η διαταραχή έχει ελαφρώς μεγαλύτερο επιπολασμό ανάμεσα στις γυναίκες από ό,τι ανάμεσα στους άνδρες.
Η μέση ηλικία έναρξης είναι μικρότερη για τους άνδρες, γύρω στα 20, και μεγαλύτερη για τις γυναίκες, γύρω στα 25. Περίπου οι μισοί από τους ενήλικες που εμφανίζουν ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή είναι άγαμοι ή ζουν μόνοι, ποσοστό μεγαλύτερο σε σύγκριση με άτομα ομάδων ελέγχου της ίδιας ηλικίας. Γενικά, η διαταραχή είναι συνυφασμένη με δυσλειτουργία σε πολλούς τομείς της ζωής του ατόμου (όπως ανεργία, προβλήματα διαπροσωπικών σχέσεων και εκτέλεση απλών καθημερινών δραστηριοτήτων). Η πορεία της είναι χρόνια και συνυπάρχει με άλλες διαταραχές (κατάθλιψη, κοινωνική φοβία, απλές φοβίες) ή συχνά συνοδεύεται από διαταραχές προσωπικότητας αποφευκτικού, εξαρτητικού, οιστριονικού ή ιδεοψυχαναγκαστικού τύπου.
Τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει αρκετές πρόοδοι στο τομέα διερεύνησης και θεραπείας της ΙΨΑΔ. Οι έρευνες πιστοποιούν πως πρόκειται για ένα πολύπλευρο πρόβλημα που περιλαμβάνει διάφορους παράγοντες όπως γενετικούς, βιοχημικούς, νευροανατομικούς, οικογενειακούς, μαθησιακούς και γνωστικούς. Επιπλέον, μια ποικιλία θεραπειών όπως η συμπεριφοριστική και η φαρμακοθεραπεία έχει αποδειχθεί ότι μειώνουν τις ιδεοληψίες και τους ψυχαναγκασμούς για την πλειοψηφία των ατόμων με ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή που αντιμετωπίζονται με αυτές τις μεθόδους. Η γνωσιακή-συμπεριφοριστική θεραπεία υπόσχεται πολλά σαν εναλλακτική μέθοδος, αλλά κυρίως ως συμπληρωματική της συμπεριφοριστικής, σε αρκετές περιπτώσεις της διαταραχής
Γνωσιακά και συμπεριφορικά χαρακτηριστικά
Η έννοια και ο ορισμός της ιδεοψυχαναγκαστικής διαταραχής συμπεριλαμβάνουν γνωσιακά και συμπεριφορικά χαρακτηριστικά. Οι ιδεοληψίες απαρτίζουν το γνωσιακό στοιχείο και οι ψυχαναγκασμοί το συμπεριφορικό τους ανάλογο.
Οι ιδεοληψίες συνιστούν επαναλαμβανόμενες σκέψεις, εικόνες ή παρορμήσεις που το άτομο θεωρεί απαράδεκτες, ανόητες, βασανιστικές, παράλογες ή απεχθείς και οι οποίες προκαλούν έντονο άγχος. Βιώνονται ως ασύμβατες με το εγώ, εγω-δυστονικές. Παρεισφρύουν στη σκέψη του ατόμου και επιμένουν. Η ιδιαιτερότητά τους έγκειται στη δυσκολία ελέγχου ή αποβολής τους. Το άτομο προσπαθεί συνειδητά να τις αγνοήσει ή να τις καταστείλει χωρίς αποτέλεσμα. To ερέθισμα της εμφάνισής τους μπορεί να είναι εσωτερικό ή εξωτερικό.
Τα πιο κοινά θέματα ιδεοληψιών είναι:
α) ιδέες που σχετίζονται με μόλυνση˙ πρόκειται για ιδέες επικείμενης βλάβης από την επαφή του ατόμου με ουσίες που θεωρεί επικίνδυνες, όπως σκόνη, μικρόβια, αίμα κ.λπ.,
β) ιδέες σωματικής βίας˙ το άτομο πιστεύει πως θα βλάψει τον εαυτό του ή τους άλλους,
γ) ιδέες θανάτου,
δ) ιδέες ατυχήματος που δεν οφείλεται σε μόλυνση ή σωματική βία,
ε) ιδέες κοινωνικά απαράδεκτης συμπεριφοράς˙ το άτομο πιστεύει πως θα χάσει τον έλεγχο της συμπεριφοράς του και θα βάλει τις φωνές ή θα βρίσει,
στ) σεξουαλικές ιδέες που περιλαμβάνουν ενασχόληση με σεξουαλικά όργανα ή απαράδεκτες σεξουαλικές πράξεις,
ζ) θρησκευτικές ιδέες που συμπεριλαμβάνουν βλάσφημες σκέψεις ή αμφιβολίες για τη θρησκευτική του πίστη,
η) ιδέες σχολαστικότητας κατά τις οποίες υπάρχει έντονη απασχόληση με την τάξη, την οργάνωση ή τη σειρά.
θ) ανόητες ιδέες, δηλαδή φράσεις άνευ νοήματος, εικόνες, ήχοι, λέξεις, ή σειρά αριθμών που παρεισφρύουν και αποσπούν την προσοχή του ατόμου.
Οι περισσότεροι άνθρωποι βιώνουν ανεπιθύμητες παρεισφρύουσες σκέψεις, παρόμοιες με αυτές των ατόμων που παρουσιάζουν ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή, το περιεχόμενο των οποίων μπορεί να είναι αρνητικό, θετικό ή ουδέτερο. Οι παρεισφρύσεις αυτές παίζουν σημαντικό ρόλο στην επίλυση προβλημάτων και στη δημιουργική σκέψη. Η εμφάνισή τους αποτελεί φυσιολογικό φαινόμενο του γνωσιακού οργάνου.
Η διαφορά τους έγκειται στο ότι οι ιδεοληψίες των πασχόντων είναι πιο έντονες, πιο επίμονες και πιο συχνές. Επίσης, διαρκούν περισσότερο, δημιουργούν μεγαλύτερη δυσφορία από τις κοινές παρεισφρύουσες σκέψεις και ο πάσχων δυσκολεύεται πολύ να αντισταθεί ή να τις διώξει από το νου του. Mία ακόμα σημαντική διαφορά βρίσκεται στην υπερβολική βαρύτητα ή στη λανθασμένη ερμηνεία της σημασίας των σχετικών σκέψεων που δίνουν τα άτομα με ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή σε αντίθεση με αυτούς που δεν εμφανίζουν τη διαταραχή και η οποία αυξάνει τα επίπεδα άγχους που βιώνουν.
Οι ιδεοληψίες μπορούν να εκλύσουν τρία είδη συμπεριφορών: αποφευκτικές, ψυχαναγκαστικές και εξουδετέρωσης. Όσοι εκδηλώνουν το πρώτο είδος συμπεριφορών προσπαθούν να αποφύγουν την επαφή με αντικείμενα, καταστάσεις ή άτομα που είναι δυνατόν να εκλύσουν την ιδεοληψία. Οι αποφευκτικές συμπεριφορές και οι νοητικές εξουδετερώσεις συχνά αποκαλούνται συγκαλυμμένοι ψυχαναγκασμοί. Με αυτές τις τεχνικές το άτομο στοχεύει στην πρόληψη εμφάνισης των ιδεοληψιών.
Οι ψυχαναγκαστικές συμπεριφορές αποτελούν επαναλαμβανόμενες, στερεοτυπικές και σκόπιμες ενέργειες ή νοητικές πράξεις που αποσκοπούν στη μείωση του άγχους ή/και στην πρόληψη μίας επικείμενης βλάβης. Το άτομο αναγνωρίζει τις πράξεις αυτές ως υπερβολικές ή ανόητες, όμως, βιώνει έντονο άγχος αν δεν τις εκτελέσει. Αποτελούν την απάντηση του ατόμου στην ιδεοληψία και έχουν στόχο την εξουδετέρωσή της.
Οι ψυχαναγκασμοί μπορεί να είναι είτε φανεροί, δηλαδή κινητικές συμπεριφορές (καθαριότητα, έλεγχος κ.λ.π.), είτε κρυφοί, δηλαδή νοητικές πράξεις (επανάληψη φράσης ή αριθμών κ.λ.π.). Η ίδια η ψυχαναγκαστική συμπεριφορά προκαλεί έντονη δυσφορία και αίσθηση απώλειας της βούλησης. Ωστόσο, ενισχύεται από τις ίδιες τις αγχολυτικές της ιδιότητες που λειτουργούν άμεσα και προσωρινά προσφέροντας στιγμιαία ανακούφιση από την απειλή της ιδεοληψίας.
Τα πιο κοινά είδη των ψυχαναγκαστικών συμπεριφορών είναι:
α) η καθαριότητα, για τη διατήρησή της και την αποφυγή της μόλυνσης,
β) ο έλεγχος για την αποφυγή ενδεχόμενης καταστροφής˙ το άτομο επανειλημμένα ελέγχει αν ηλεκτρικές συσκευές, πόρτες ή παράθυρα είναι κλειστά,
γ) η επανάληψη˙ αν και καταστροφή δεν αναμένεται, το άτομο νοιώθει την ανάγκη επανάληψης της πράξης, για παράδειγμα να αγγίξει κάτι, να χτυπήσει ξύλο, να επαναλάβει μια φράση ή να σηκωθεί και να καθίσει,
δ) η ταξινόμηση, όπου γίνεται διευθέτηση των αντικειμένων με βάση προσωπικούς ιδιαίτερους τρόπους,
ε) το μέτρημα, η απαρίθμηση, και
στ) η συσσώρευση, συλλογή παλιών, άχρηστων αντικειμένων.
Οι δύο κύριες κατηγορίες ψυχαναγκασμών είναι της καθαριότητας και του ελέγχου.
Το τρίτο είδος συμπεριφορών που εκτελείται σαν απάντηση στις ιδεοληψίες είναι οι συμπεριφορές εξουδετέρωσης. Πρόκειται για συμπεριφορές που είναι συνήθως κρυφές και στοχεύουν στο να «βάλουν τα πράγματα σε μία τάξη», δηλαδή να ανατρέψουν την ιδεοληψία ή τις επιδράσεις της μειώνοντας την δυσφορία που νιώθει το άτομο ή την πιθανότητα να συμβεί ένα άσχημο γεγονός. Από αυτή την άποψη, οι συμπεριφορές εξουδετέρωσης μοιάζουν με τις φανερές ψυχαναγκαστικές συμπεριφορές.
Οι νοητικές στρατηγικές εξουδετέρωσης συνίστανται στην αντικατάσταση της ιδεοληψίας με άλλη σκέψη, στη συνομιλία με άλλους, στο σταμάτημα της σκέψης, στην απόσπαση της προσοχής με τραγούδι, στην προσευχή, στο μέτρημα, στην ανάλυση της σκέψης ή στην αναζήτηση διαβεβαιώσεων για να καθησυχάσει το άτομο τον αβάσιμο φόβο των υποτιθέμενων ευθυνών του.
Όταν η αποφυγή είναι αναποτελεσματική και οι ιδεοληψίες εμφανίζονται, το άτομο καταφεύγει σε ψυχαναγκαστικές συμπεριφορές για ανακούφιση από το έντονο άγχος που αισθάνεται, η οποία λειτουργεί μόνο βραχυπρόθεσμα. Η μείωση του άγχους είναι προσωρινή και επανεμφανίζεται ο φαύλος κύκλος. Μακροπρόθεσμα, όσο το άτομο εκτελεί ψυχαναγκασμούς, τόσο περισσότερο ενισχύονται οι ιδεοληψίες του και εντείνεται το συνοδό άγχος.
Όταν η έκταση των συμπτωμάτων είναι μεγάλη, καθώς και όταν υπάρχει μακροχρόνια και γενικευμένη χρήση των ψυχαναγκασμών, αυτοί συχνά εκτελούνται ανεξάρτητα από την ύπαρξη ιδεοληψιών και χάνουν την αρχική τους σημασία. Στην περίπτωση αυτή, το άτομο προβαίνει σε εξουδετέρωση για να προλάβει την εμφάνιση μιας πιθανής ιδεοληψίας.
Συμπεριφοριστική προσέγγιση και θεραπεία
Η συμπεριφοριστική προσέγγιση ερμηνεύει την ψυχαναγκαστική συμπεριφορά ως ένα μαθησιακό λάθος. Για την εξήγηση της εμφάνισης και διατήρησης της διαταραχής βασίζεται στις θεωρίες της κλασσικής εξαρτημένης και της συντελεστικής μάθησης.
Τις τελευταίες δύο δεκαετίες, η συμπεριφοριστική θεραπεία με την μακράς διάρκειας έκθεση και τον εμποδισμό της απάντησης παρουσιάζει ποσοστά επιτυχίας ως και 75% με άτομα που εμφανίζουν ψυχαναγκαστικό έλεγχο ή καθαριότητα. Τα άτομα εκτίθενται στα φοβογόνα ερεθίσματα (ιδεοληψίες και καταστάσεις που ευνοούν την έκλυση ιδεοληψιών), ενώ παράλληλα εμποδίζονται από την εξουδετέρωση (αποφυγές, διαβεβαιώσεις, φανερούς και συγκαλυμμένους ψυχαναγκασμούς), με αποτέλεσμα οι νέες πληροφορίες να διαψεύδουν τις εσφαλμένες συνδέσεις και εκτιμήσεις τους και κατά αυτόν τον τρόπο να εξοικειώνονται με τις φοβογόνες σκέψεις και καταστάσεις. Η έκθεση είναι συνήθως προοδευτική ξεκινώντας από λιγότερο αγχογόνες ιδεοληψίες.
Ωστόσο, η αποτελεσματικότητα της συμπεριφοριστικής μεθόδου δεν είναι το ίδιο υψηλή για την θεραπεία των ατόμων που πάσχουν μόνο από ιδεοληψίες και αποτελούν το 25%-45% των ΙΨΑ ατόμων. Επιπλέον, το 30% των ατόμων αρνείται να συμμετάσχει ή διακόπτει τη θεραπεία που περιλαμβάνει έκθεση και εμποδισμό της απάντησης, γιατί την βρίσκει εξαιρετικά απειλητική. Επίσης, αρκετά άτομα με ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή εμφανίζουν κυρίως νοητικές εξουδετερώσεις που είναι δύσκολο να εντοπιστούν, αλλά και να αντιμετωπιστούν με τη συμπεριφοριστική μέθοδο. Ενώ, άλλοι μεταφέρουν την υπευθυνότητα για τη θεραπεία τους στον ειδικό. Παράγοντες αποτυχίας της συμπεριφοριστικής μεθόδου περιλαμβάνουν σοβαρή κατάθλιψη, υπερτιμημένες ιδέες, σοβαρότητα των συμπτωμάτων, μεγαλύτερη συχνότητα αποφυγών, χρήση ηρεμιστικών ή αγχολυτικών, έλλειψη κινήτρων, δυσαρέσκεια από τη θεραπευτική σχέση, μεγαλύτερη διάρκεια του προβλήματος και έλλειψη συμμόρφωσης με τη θεραπεία.
Γνωσιακή-Συμπεριφοριστική προσέγγιση & θεραπεία της ιδεοψυχαναγκαστικής διαταραχής
Το σημαντικότερο γνωσιακό μοντέλο της ΙΨΑΔ, είναι αυτό του Salkovskis. Η θεωρία του Salkovskis υποστηρίζει ότι το γνωσιακό όργανο του ατόμου που παρουσιάζει ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή εμφανίζει μια ευαισθησία η οποία οφείλεται στην ύπαρξη ιδεοψυχαναγκαστικογόνων σχημάτων.
Η γνωσιακή θεώρηση της ΙΨΑΔ δέχεται ότι προϋπάρχουσες γνωσιακές δομές και σχήματα μεσολαβούν ώστε οι κοινές παρεισφρύουσες σκέψεις να εκτιμηθούν ως έχουσες ιδιαίτερη σημασία και να μετατραπούν σε ιδεοληψίες. Κεντρικό ρόλο στην εμφάνιση της διαταραχής διαδραματίζει η διογκωμένη αίσθηση της υπευθυνότητας. Η υπόθεση του Salkovskis αναφέρει ότι τα άτομα που παρουσιάζουν ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή θεωρούν πως οι ιδεοληψίες τους σηματοδοτούν την καθοριστική ευθύνη που έχουν να προλάβουν κάποια επικείμενη συμφορά που μπορεί να συμβεί στους ίδιους ή σε άλλους, εκτός αν προβούν σε κάποια ενέργεια για να την αποτρέψουν.
Η ερμηνεία αυτή ωθεί τους πάσχοντες σε πράξεις εξουδετέρωσης της σκέψης, εικόνας ή παρόρμησης, προκειμένου να μειωθεί η έντονη δυσφορία που νιώθουν αλλά και η αίσθηση υπευθυνότητας. Ωστόσο, το αποτέλεσμα είναι ότι οι ιδεοληψίες αποκτούν μεγαλύτερη βαρύτητα, αυξάνονται σε συχνότητα, οι αρνητικές πεποιθήσεις ενισχύονται και το συνοδό άγχος εντείνεται. Αυτό έχει ως συνέπεια την επανάληψη των ψυχαναγκαστικών συμπεριφορών και τη διαιώνιση του φαύλου κύκλου.
Η γνωσιακή θεωρία έχει διευρύνει την κατανόηση των ιδεοψυχαναγκαστικών φαινομένων τονίζοντας τον καθοριστικό ρόλο που παίζει η σημασία που αποδίδουν τα άτομα αυτά στις ιδεοληψίες τους για τη διαιώνιση της διαταραχής. Οι συμπεριφοριστικές τεχνικές που δεν εστιάζουν παράλληλα στην αλλαγή της διογκωμένης αίσθησης υπευθυνότητας έχουν μόνο βραχυπρόθεσμα οφέλη. Από τα παραπάνω συμπεραίνει κανείς πως οι γνωσιακές τεχνικές θα πρέπει να προηγούνται των συμπεριφοριστικών, ή να εφαρμόζονται συνδυαστικά παρά να θεωρούνται ως εναλλακτική μέθοδος.
Η γνωσιακή-συμπεριφοριστική παρέμβαση στην ΙΨΑΔ, βασισμένη στο μοντέλο των Beck και Salkovskis, περιλαμβάνει τη θεώρηση των ιδεοληψιών ως ερεθισμάτων, τον εντοπισμό των αυτόματων σκέψεων, την αμφισβήτηση αυτών και τη μετατροπή τους σε λειτουργικές σκέψεις. Ο Σωκρατικός διάλογος χρησιμοποιείται για την αμφισβήτηση των αυτόματων σκέψεων.
Οι βασικοί στόχοι της θεραπείας είναι να βοηθήσει τα άτομα με ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή να πάψουν να δίνουν ιδιαίτερη βαρύτητα στις ιδεοληψίες τους, όσο οδυνηρή και αν είναι η εμφάνισή τους, να τροποποιήσουν την ερμηνεία που κάνουν για την εμφάνιση και το περιεχόμενό τους και να καταλάβουν πως δεν χρειάζεται να τις ελέγχουν. Έμφαση δίνεται στη θεώρηση και επαλήθευση μίας λιγότερο απειλητικής εξήγησης των προβλημάτων των ατόμων σε αντίθεση με την ερμηνεία που πριν είχαν υιοθετήσει, θεωρώντας δεδομένη την πραγματικότητα του κινδύνου, και η οποία κινητοποιούσε τον ιδεοψυχαναγκαστικό φαύλο κύκλο.
Παράλληλα, χρησιμοποιούνται και συμπεριφοριστικές τεχνικές προκειμένου να αντληθούν οι απαραίτητες πληροφορίες για την αμφισβήτηση των προσδοκώμενων αρνητικών συνεπειών. Η αλλαγή των πεποιθήσεων πριν την έκθεση και τον εμποδισμό της απάντησης αυξάνει τη θεραπευτική συμμόρφωση και επιταχύνει το ρυθμό βελτίωσης, ενώ η έκθεση επικυρώνει την αλλαγή των πεποιθήσεων. Κατά αυτόν τον τρόπο, η πορεία της θεραπείας αποκτά το χαρακτήρα της «κατευθυνόμενης ανακάλυψης» (“guided discovery”), κατά την οποία τα άτομα μέσα από το διάλογο ωθούνται στην κατανόηση της φύσης του προβλήματος και των παραγόντων που συμβάλλουν στη διαιώνισή του.
Τα άτομα κρατούν ημερολόγια όπου καθημερινά καταγράφουν και τροποποιούν οι ίδιοι τις αυτόματες σκέψεις τους, βαθμολογώντας το ποσοστό άγχους που τους προξένησε η ερμηνεία της κάθε ιδεοληψίας, καθώς και ημερολόγια των ψυχαναγκαστικών συμπεριφορών τους.
Δύο άλλες γνωσιακές προσεγγίσεις που αναφέρονται στη βιβλιογραφία και έχουν χρησιμοποιηθεί για την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας της γνωσιακής θεραπείας είναι η αμφισβήτηση των ιδεοληψιών και η διακοπή της σκέψης.
Πηγή : psixologikosfaros.gr
Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies, για την συλλογή στατιστικών στοιχείων και την διασφάλιση της καλύτερης εμπειρίας σας.
Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τη χρήση των cookies. Tι είναι τα Cookies;