Το θραύσμα μιας εξωγήινης σύγκρουσης που έλαβε χώρα στο διάστημα πριν από 470 εκατομμύρια χρόνια ανακάλυψαν γεωλόγοι σε λατομείο ασβεστόλιθου στη νότια Σουηδία.
Οι έρευνες έδειξαν ότι η πέτρα σε μέγεθος μπισκότου προέρχεται από ένα πρωτόγνωρο είδος μετεωρίτη και βρέθηκε στη Γη μετά από μια πανάρχαια σύγκρουση αστεροειδών.
Οι επιστήμονες με επικεφαλής τον Μπίργκερ Σμιτζ, καθηγητή του Πανεπιστημίου του Λουντ, πιστεύουν ότι η μικρή πέτρα θα ρίξει άπλετο φως στην ιστορία της δημιουργίας του ηλιακού μας συστήματος.
Το θραύσμα μήκους οκτώ εκατοστών, βρέθηκε στο λατομείο Θόρσμπεργκ, στην σουηδική επαρχία Κινεκούλε, μαζί με άλλους 100 μετεωρίτες.
Θεωρούν ότι το κομμάτι προέρχεται από έναν μετεωρίτη σε σχήμα πατάτας με μήκος από 20 ως 30 χιλιόμετρα ο οποίος συγκρούστηκε με ένα πολύ μεγαλύτερο διαστημικό αντικείμενο διαμέτρου από 100 ως 150 χιλιόμετρα σκορπίζοντας διαστημικά συντρίμμια στον νεαρό τότε πλανήτη μας.
Προηγουμένως είχαν βρεθεί υπολείμματα μόνο του ενός από τους δύο μετεωρίτες που συγκρούστηκαν, του μεγαλύτερου, -ο οποίος ανήκει σε ένα είδος γνωστό ως χονδρίτες. Ο μετεωρίτης αυτός εκτιμάται ότι βρισκόταν στη ζώνη αστεροειδών ανάμεσα στον Άρη και τον Δία.
Η πτώση εξωγήινων υλικών στη Γη συμπίπτει χρονικά με την μαζική εξάπλωση της ασπόνδυλης ζωής στους ωκεανούς του πλανήτη σε μια περίοδο που το χερσαίο τμήμα της Γης ήταν ενωμένο σε μια αρχαία «υπερήπειρο» γνωστή σήμερα με την ονομασία Γκοντβάνα.
«Το αντικείμενο περιέχει πολύ υψηλές συγκεντρώσεις -συγκριτικά με τα γήινα υλικά- εξαιρετικά σπάνιων στοιχείων όπως το ιρίδιο και υψηλές συγκεντρώσεις ισοτόπων του στοιχείων νέον και σε διαφορετικές αναλογίες από τους γνωστούς χονδρίτες» εξήγησε ο Σμιτζ.
Σημειώνεται ότι χονδρίτες εξακολουθούν να συντρίβονται στη Γη ανά περιόδους.
Οι περισσότεροι μετεωρίτες που πέφτουν στη Γη ανήκουν στην κατηγορία των χονδριτών, όμως ο συγκεκριμένος -στον οποίο δόθηκε η ονομασία Εστ 65 (Oest 65) από το όνομα του χωριού κοντά στο λατομείο- ανήκει σε μια κατηγορία μετεωριτών που δεν πέφτει πια στον πλανήτη μας κατά καιρούς, γι” αυτό ποτέ έως τώρα δεν είχε βρεθεί κάτι ανάλογο.
Η μελέτη δημοσιεύεται στην επιθεώρηση Nature Communications.
Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies, για την συλλογή στατιστικών στοιχείων και την διασφάλιση της καλύτερης εμπειρίας σας.
Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τη χρήση των cookies. Tι είναι τα Cookies;