Παράλληλα με τις κυβερνητικές προσπάθειες για μείωση του ΕΕΤΗΔΕ, που παραμένει στους λογαριασμούς ρεύματος, σε πλήρη εξέλιξη βρίσκεται η διαδικασία για την επιβολή της δεύτερης δόσης αυξήσεων στα τιμολόγια χαμηλής τάσης (νοικοκυριά και μικρές επιχειρήσεις). Η δεύτερη μέσα στη χρονιά δόση αυξήσεων προβλέπεται από το Μνημόνιο και θα ισχύσει από την 1η Μαΐου, ενώ θα ακολουθήσει και τρίτη που θα ισχύσει από 1ης Ιουλίου. Από εκεί και μετά, τα τιμολόγια θα σταματήσουν να είναι ρυθμιζόμενα και θα διαμορφώνονται στη βάση της αρχής κόστους – οφέλους, που για τα δεδομένα του κοστοβόρου και στρεβλού ελληνικού συστήματος μεταφράζεται σε πολύ μεγάλες αυξήσεις, τουλάχιστον για το πρώτο διάστημα.
Η ΔΕΗ αναμένεται να καταθέσει στη ΡΑΕ (Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας) τα αναπροσαρμοσμένα στοιχεία κόστους για να τα αξιολογήσει η αρμόδια αρχή και να εισηγηθεί στη συνέχεια στο ΥΠΕΚΑ το ύψος της δεύτερης δόσης αυξήσεων. Με βάση τα στοιχεία που είχε καταθέσει η ΔΕΗ στις αρχές του έτους για την έγκριση της πρώτης δόσης, για το σύνολο του εξαμήνου προέκυπτε μια συνολική μεσοσταθμική αύξηση της τάξης του 13% στο ανταγωντιστικό σκέλος των τιμολογίων. Η αύξηση αυτή δεν περιελάμβανε το κόστος ρύπων, το οποίο μεταφέρθηκε στο σύνολό του στην αύξηση του Ιανουαρίου και αντιπροσώπευε το 4,5% της μεσοσταθμικής αύξησης του 9,2% που επιβάρυνε τα τιμολόγια από την αρχή του έτους.
Βάσει αυτών των στοιχείων, οι επόμενες δύο δόσεις θα έπρεπε να κινηθούν στο 4,25% εκάστη. Ωστόσο, όλες οι εκτιμήσεις δείχνουν ότι οι αυξήσεις θα είναι κατά πολύ χαμηλότερες, για δύο λόγους. Ο πρώτος συνδέεται με την υπερτίμηση του κόστους ρύπων, το οποίο στηρίχθηκε σε χρηματιστηριακή τιμή 7 ευρώ ο τόνος CO2, ενώ έχει καταρρεύσει στα επίπεδα των 4 ευρώ ο τόνος. Η εξέλιξη αυτή δημιουργεί υπερκέρδη για τη ΔΕΗ και σύμφωνα με εκτιμήσεις της αγοράς αλλά και του ΥΠΕΚΑ, θα πρέπει να υπάρξει διόρθωση στα νέα τιμολόγια. Ο δεύτερος λόγος συνδέεται με το κόστος της κιλοβατώρας από τη ΔΕΗ, την οποία σε ποσοστό 75% περίπου παράγει η ίδια και κατά το υπόλοιπο αγοράζει από ανεξάρτητους παραγωγούς μέσω της ημερήσιας αγοράς. Το κόστος αυτό από την αρχή της χρονιάς φαίνεται να έχει μειωθεί σημαντικά λόγω της αυξημένης χρήσης υδροηλεκτρικών και φωτοβολταϊκών που μπαίνουν με μηδενική τιμή στο σύστημα και διαμορφώνουν στο τέλος της ημέρας πολύ χαμηλή οριακή τιμή, στην οποία αγοράζει η ΔΕΗ ως προμηθευτρια για να τροφοδοτήσει την αγορά. Αν και η παράμετρος αυτή είναι καθαρά εξωγενής και μπορεί να ανατραπεί, καθορίζει σε σημαντικό βαθμό το κόστος της ΔΕΗ και δεν μπορεί να μην προσμετρηθεί σε αυτή τη φάση.
Πηγή: Καθημερινή
Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies, για την συλλογή στατιστικών στοιχείων και την διασφάλιση της καλύτερης εμπειρίας σας.
Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τη χρήση των cookies. Tι είναι τα Cookies;