Η αλήθεια για το κατοχικό δάνειο. Του Τάκη Μίχα

14 Απριλίου 201401:06

Η ομάδα Εμπειρογνωμόνων της CIA, που επί εποχής προεδρίας Μπους διερεύνησε την ύπαρξη Οπλων Μαζικής Καταστροφής στο Ιράκ και η ομάδα εμπειρογνωμόνων του ελληνικού υπουργείου Οικονομικών, που διερεύνησε το θέμα των γερμανικών κατοχικών αποζημιώσεων και χρέους, είχαν ένα κοινό σημείο: Και στις δυο περιπτώσεις, τα πορίσματά τους ήταν αναμενόμενα καθόσoν εξυπηρετούσαν συγκεκριμένες πολιτικές σκοπιμότητες: Στην περίπτωση των ΗΠΑ να νομιμοποιήσουν την εισβολή στο Ιράκ και στην περίπτωση της Ελλάδας να νομιμοποιήσουν μία «σκληρότερη» διαπραγματευτική στάση της Ελλάδας στο μέλλον.

Και στις δύο περιπτώσεις οι πιέσεις δεν ασκούντο άμεσα αλλά έμμεσα. Η μεγαλύτερη πίεση προερχόταν από την κοινή γνώμη των δύο χωρών πού στις μεν ΗΠΑ ήταν πεπεισμένη αφενός ότι ο Σαντάμ διέθετε τέτοια όπλα -και δεν επρόκειτο ποτέ να δεχθεί ένα πόρισμα που έλεγε το αντίθετο- και στη δε Ελλάδα ότι πράγματι υπάρχει νομική βάση για την απαίτηση της «εξόφλησης» του κατοχικού δανείου (το θέμα στο οποίο επικεντρώνεται η θεματολογία των άρθρων μου). Ετσι, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, άνω του 80% των Ελλήνων πιστεύει ότι η Ελλάδα θα πρέπει να απαιτήσει από τη Γερμανία την εξόφληση του κατοχικού χρέους.

Από μια σκοπιά στην Ελλάδα η πίεση ήταν εντονότερη καθόσον το πολιτικό περιβάλλον εδώ ήταν πιο «τσιμεντωμένο» γύρω από αυτό το θέμα, ενώ στις ΗΠΑ υπήρχε μεγαλύτερη διαφοροποίηση.

Ετσι, ενώ στο Κοινοβούλιο των ΗΠΑ υπήρξαν αρκετοί Δημοκρατικοί γερουσιαστές και βουλευτές που διαφώνησαν με την κυρίαρχη άποψη στην Ελλάδα σε μία ιστορική συνεδρίαση της Βουλής, ΟΛΟΙ συμφώνησαν ότι η ελληνική κυβέρνηση θα έπρεπε να εγείρει το θέμα του κατοχικού δανείου και να ζητήσει την επιστροφή των χρημάτων. Από τους νεοναζί της Χρυσής Αυγής μέχρι τους αναρχοσταλινικούς του ΣΥΡΙΖΑ και από τους συντηρητικούς της ΝΔ μέχρι τους κομμουνιστές του ΚΚΕ, των σοσιαλδημοκρατών του ΠΑΣΟΚ μηδέ εξαιρουμένων, όλοι στάθηκαν στο ύψος (ή βάθος…) των περιστάσεων αποδεικνύοντας, για μια ακόμη φορά, ότι οι βουλευτές μας δεν είναι ούτε Αριστεροί ούτε Δεξιοί, αλλά είναι πάνω απ’ όλα… Ελληνες! Η μόνη ανάλογη επίδειξη διακομματικής εθνικής ομοψυχίας τα τελευταία έτη ήταν η ολόθερμη υποστήριξη στους εγκληματίες Κάραζιτς Μλάντιτς και Μιλόσεβιτς και στις πολεμικές επιχειρήσεις των Σέρβων στη Βοσνία και Κόσοβο.

Το γεγονός φυσικά ότι η έρευνα των Ελλήνων εμπειρογνωμόνων δεν αποσκοπούσε να εμπλουτίσει την επιστημονική βιβλιογραφία του Διεθνούς Δικαίου αλλά να εξυπηρετήσει ύψιστα κρατικά συμφέροντα, αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι προτού ο αλέκτωρ λαλήσει τρεις το (τάχα) «απόρρητο» πόρισμα των Ελλήνων εμπειρογνωμόνων είχε διαρρεύσει στα ελληνικά ΜΜΕ. Και από εκεί μεταφέρθηκε μέσω των ξένων πρακτορείων σε όλες τις γωνιές του κόσμου δίνοντας έτσι για μία ακόμη φορά στην οικουμένη μία γεύση του απολύτως απαραίτητου εν όψει καλοκαιρινών διακοπών Greek magic.

Ομως, αλήθεια, τι νομική βάση υπάρχει στο αίτημα της εξόφλησης του κατοχικού δανείου από τη σημερινή Γερμανία; (Ερώτημα το οπoίο προφανώς είναι τελείως διαφορετικό από το ερώτημα αν δικαιούται ηθικά η Ελλάδα επιστροφή του κατοχικού δανείου το οποίο αναγκάσθηκε να παραχωρήσει στους Γερμανούς)

Catch 22
Το 1942 οι γερμανικές κατοχικές δυνάμεις ανάγκασαν την Τράπεζα της Ελλάδας να προβεί στη σύναψη ενός δανείου με το οποίο θα χρηματοδούσαν τα έξοδα των γερμανικών στρατευμάτων στην Ελλάδα – κυρίως μισθούς και προμήθειες. Οπως και έγινε. Εδώ θα πρέπει να σημειωθούν δύο πράγματα

Α) Οτι το δάνειο συνήφθη σε δραχμές. Οτι άλλα ποσά αναφέρονται στον Τύπο (χρυσές λίρες δολάρια κ.λπ.) δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα. Οπως άλλωστε επέβαλλε η προϋπάρχουσα ελληνική νομοθεσία (άρθρο 5422/32) σύμφωνα με την οπoία κάθε δάνειο της Τράπεζας της Ελλάδας έπρεπε να αποδίδει δραχμικές οφειλές.

Β) Οτι το δάνειο είχε μηδενικό επιτόκιο, γεγονός που για τους περισσότερους αναλυτές αποδεικνύει την αδικοπρακτική (καταναγκαστική) φύση του.

Η Ελλάδα στη σημερινή φάση έχει λοιπόν δύο νομικές επιλογές. Είτε, όπως αναφέρει σχετικό δημοσίευμα του TIME, να διεκδικήσει το δάνειο ως μέρος των πολεμικών αποζημιώσεων για τις καταστροφές που επέφερε η γερμανική κατοχή είτε απλά ως επιστροφή ενός τραπεζικού δανείου. Στην πρώτη περίπτωση η επιχειρηματολογία θα επικεντρωθεί στην αδικοπρακτική (καταναγκαστική) φύση του δανείου, στη δεύτερη όχι. Και οι δύο οδοί, σύμφωνα με διεθνείς αναλυτές, οδηγούν σε αδιέξοδα.

Αν η Ελλάδα ακολουθήσει τον πρώτο δρόμο και ζητήσει την εξόφληση του δανείου ως μέρος των πολεμικών αποζημιώσεων, τότε θα βρεθεί αντιμέτωπη με το γεγονός ότι το θέμα των γερμανικών πολεμικών αποζημιώσεων θεωρείται ότι εν πολλοίς έχει ρυθμισθεί και τελειώσει. Η πρώτη ρύθμιση έγινε στη Διάσκεψη του Παρισιού για τις Επανορθώσεις (1945). Εκεί η Ελλάδα ζήτησε 10 δισ. δολάρια και της δόθηκαν 25 εκατομμύρια δολ. (σε σημερινές τιμές 2,5 δισ.) κυρίως σε μηχανές.

Η δεύτερη ρύθμιση έγινε το 1990 με την υπογραφή στη Μόσχα της ειρηνευτικής συμφωνίας με την επανενωμένη Γερμανία που θεωρείται ότι κλείνει και οριστικά το θέμα των πολεμικών αποζημιώσεων του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Εδώ επίσης θα πρέπει να αναφερθεί και μία ξεχωριστή συμφωνία που υπεγράφη μεταξύ της Γερμανίας και της Ελλάδας, στις 18 Μαρτίου 1960, σύμφωνα με την οποία η Γερμανία ανέλαβε να καταβάλλει σε ιδιώτες θύματα το ποσό των 115 εκατομμυρίων γερμανικών μάρκων.

Ο πρώτος δρόμος λοιπόν, δηλαδή του αιτήματος της εξόφλησης του δανείου ως μέρος πολεμικών αποζημιώσεων, αντιμετωπίζει πολλές δυσκολίες. Εδώ θα πρέπει επίσης να αναφερθούν οι δυο περιπτώσεις Ελλήνων πού προσέφυγαν στην διεθνή δικαιοσύνη με αίτημα αποζημιώσεων, χωρίς αποτέλεσμα. Η πρώτη έγινε το 2011 όταν το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων απέρριψε την προσφυγή τεσσάρων Ελλήνων από το Δίστομο. Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι μεταπολεμικές συμφωνίες είχαν ρυθμίσει το θέμα των αποζημιώσεων. Η δεύτερη περίπτωση, το 2012, αφορά προσφυγή μιας ομάδος επιβιωσάντων από τη σφαγή του Διστόμου στο Διεθνές Δικαστήριο, στη Χάγη. Και στην περίπτωση αυτή το δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή.

Ομως και ο δεύτερος δρόμος, δηλαδή η προβολή του ελληνικού αιτήματος ως αιτήματος εξόφλησης ενός απλού τραπεζικού δανείου, χωρίς αναφορά στον αδικοπρακτικό χαρακτήρα του, ενέχει προβλήματα. Με δεδομένο ότι ο τόκος είχε ορισθεί σε 0% τότε, στην ουσία, με τους πληθωρισμούς που πέρασε η χώρα από τότε, το δάνειο -στην ουσία- έχει σχεδόν εξανεμισθεί.

Ο αναλυτής του οικονομικού περιοδικού Forbes, Tim Worstal, θεωρεί ότι η Ελλάδα αντιμετωπίζει μια κατάσταση Catch-22: “Αν οι Ελληνες μπορέσουν να αποδείξουν ότι τα χρήματά τους κλάπηκαν, τότε δεν πρόκειται να τους δοθούν πίσω. Αν, από την άλλη πλευρά, πρόκειται για μία νορμάλ πιστωτική συναλλαγή, τότε ο πληθωρισμός ενός δανείου με μηδενικό επιτόκιο θα ήταν τόσος που θα επέτρεπε στη Γερμανία να ξεπληρώσει το δάνειο χωρίς κανένα πρόβλημα και χωρίς να βελτιώνεται ουσιαστικά η κατάσταση της Ελλάδας».

Πιο αναλυτικά:
“Αν το δάνειο ήταν καταναγκαστικό τότε το θέμα έχει τελειώσει καθόσον το θέμα των επανορθώσεων, αποζημιώσεων κ.λπ. έχει ρυθμισθεί. Ισως να μη έχει ρυθμισθεί δεοντολογικά, αλλά έχει ρυθμισθεί νομικά, σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο. Το έγκλημα έχει διαπραχθεί και η ποινή έχει αποδοθεί. Αν πάλι ήταν κανονικό δάνειο, τότε πράγματι η Ελλάδα δικαιούται το αρχικό ποσό και τους τόκους. Αλλά στο βαθμό που ήταν άτοκο, δικαιούται μόνο το αρχικό ποσό. Που, όμως, μετά από 70 έτη πληθωρισμού, πρόκειται για ασήμαντο ποσό».

O νόμος του Σβώλου
Ομως, σε τελική ανάλυση, ίσως το μεγαλύτερο εμπόδιο για οποιοδήποτε ελληνικό αίτημα για επιστροφή του κατοχικού δανείου να είναι η ίδια η… ελληνική νομοθεσία! Πρόκειται για τον περίφημο νόμο του Σβώλου, του 1943, το οποίο στην ουσία ακυρώνει το θέμα του κατοχικού δανείου – ανεξάρτητα από τους όρους (καταναγκαστικό ή όχι) κάτω από τους οποίους συνήφθη το δάνειο. Οπως λέει ο νομικός Γιώργος Στεφανάκης:
«Κατά Νοέμβριο 1944 υπό Γεωργ. Παπανδρέου, η κυβέρνηση “Εθνικής Ενότητος” ομοφωνούντων και των κομμουνιστών, θέσπισε τον ν. 18/44. Τον άλλοτε πασίγνωστο ως “νόμο Σβώλου”. Κατ΄ άρθρ. 1 ορίσθηκε ότι νομισματική μονάς (μας) είναι η δραχμή. Κατ΄ άρθρ. 5 § 1 η σχέση της εισαχθείσας δραχμής προς την αντικατασταθείσα ωρίσθη σε 50 δισεκατομμύρια παλαιών δρχ. έναντι μιας (1) νέας. Ουσιαστικά διαγράφηκαν όλες οι κατοχικές οφειλές. Ο νόμος δεν εξαιρεί οφειλές αλλοδαπών, άρα και Γερμανών. Κατακρίθηκε (ο νόμος) ως άδικος. Ίσχυσε όμως. Ισχύει ακόμη. Δεν μεταβάλλεται το ζήτημα και εάν τονισθεί ο χαρακτήρας του δανείου ως αναγκαστικού. Αν προβληθεί, δηλαδή, το εντεύθεν φανερό αδίκημα κατά της χώρας. Οι εδώ οφειλές εξ αδικήματος, κατ΄ άρθρ. 26 ΑΚ, υπόκεινται στο εθνικό μας δίκαιο. Άρα διέπονται από τον ν. 18/44.”.

Στην ουσία ο νόμος του Σβώλου αποτελούσε μία ομολογία χρεοκοπίας του ελληνικού κράτους δηλαδή αδυναμίας εξυπηρέτησης των οφειλών του. Με μία μονοκονδυλιά διέγραφε αυτά τα οποία χρωστούσε. Μόνο που με αυτό τον νόμο διέγραφε και αυτα που του χρωστούσαν!

«Αλλά και εάν παρακαμπτόταν η ρύθμιση», συνεχίζει ο κ. Στεφανάκης, «το ζήτημα, ουσιωδώς, δεν μεταβάλλεται. Το Ανώτατο Ειδικό μας Δικαστήριο με την υπ΄ αριθμ. 25/2012 απόφασή του έκρινε ότι όσο διαρκεί η οικονομική δυσπραγία το κράτος βαρύνεται με επιτόκιο καθυστέρησης μόνον 6%. Όσο, δηλαδή, ίσχυε και προ της ένταξής μας στην ΕΟΚ. Κατά συνεκδοχή δεν θα εισπράττει και μεγαλύτερα επιτόκια από άλλα κράτη. Υπό το νομολογηθέν επιτόκιο, οι υπερπληθωρισμοί οι βιωθέντες, για πολλά χρόνια, μάλιστα και τις δεκαετίες ’80 και ’90, ουσιαστικά εξανέμισαν το χρέος.».

Αναθεωρητισμός του στάτους κβο
Καθ’ όλη τη διάρκεια των τελευταίων ετών το θέμα του κατοχικού δανείου ελάχιστα απασχόλησε την ελληνική κοινή γνώμη και τις ελληνικές κυβερνήσεις. Ουδείς γνώριζε για το περίφημο σήμερα κατοχικό δάνειο προτού φτάσουμε στην οικονομική κρίση, τα μνημόνια, την έκρηξη του αντιγερμανισμού και την απεγνωσμένη προσπάθεια να αποδοθούν, για μια ακόμη φορά, στους «ξένους» (σήμερα Γερμανούς, εχτές Αμερικάνους, αύριο -γιατί όχι;- Εσκιμώους) τα αίτια της οικονομικής, πολιτικής, πολιτιστικής και εκπαιδευτικής χρεοκοπίας της Ελλάδας.

Ούτε φυσικά ετέθη ποτέ το θέμα από τις ελληνικές κυβερνήσεις: «Επί εβδομήντα χρόνια», αναφέρει ο κ. Στεφανάκης, «κυβέρνησαν, διαδοχικά, οι δυνάμεις όλου του φάσματος. Συγκυβέρνησαν και οι κομμουνιστές το 1944 και το 1989. Ουδείς, όμως, ποτέ, πρόβαλε κατηγορηματική απαίτηση. Και αυτό: διότι τέτοια δεν υπάρχει». Με εξαίρεση τη ρηματική διακοίνωση της Ελλάδας της 14-11-1995, μέσω του πρέσβη της Ελλάδος στη Βόνη, Ιωάννη Μπουρλογιάννη-Τσαγγαρίδη, στον Γερμανό υφυπουργό Εξωτερικών Hartmann, με την οποία εζητείτο η έναρξη διαπραγματεύσεων και για το κατοχικό δάνειο. Ο Γερμανός υφυπουργός απέρριψε το ελληνικό διάβημα με το επιχείρημα ότι «μετά πάροδο 50 ετών από το τέλος του πολέμου και δεκαετιών αξιόπιστου και στενής συνεργασίας της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας με τη διεθνή κοινότητα, το πρόβλημα των επανορθώσεων απώλεσε τη δικαιολογητική του βάση. Ως εκ τούτου δεν είναι δυνατόν να προσδοκά η ελληνική κυβέρνηση ότι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση θα προσέλθει σε συνομιλίες για το θέμα αυτό». Οι άλλες περιπτώσεις που αναφέρονται στα ελληνικά ΜΜΕ, όπως τι ψιθύρισε ο κ. Σαμαράς στον κ. Γκένσερ το 1991, ή ο κ. Σημίτης στον κ. Κολ το 1996, δεν στοιχειολογούν «κατηγορηματικές απαιτήσεις». «Κατηγορηματική απαίτηση» σημαίνει «διεθνείς οχλήσεις – εγγράφως και επισήμως».

Είναι λοιπόν τουλάχιστον δύσκολο να υποστηρίξει κανείς ότι η ανακίνηση του θέματος σήμερα δεν εξυπηρετεί συγκυριακές σκοπιμότητες, δεν συνδέεται δηλαδή με την παρούσα κατάσταση της χώρας. Πάντως είναι σίγουρο ότι η εξόφληση του κατοχικού δανείου δεν ήταν στο τραπέζι ούτε όταν ο Καραμανλής ικέτευε τους Γερμανούς να δεχθούν την Ελλάδα στην ΕΟΚ -παρά το γεγονός ότι η τελευταία δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις της Συνθήκης της Ρώμης- ούτε όταν ο κ. Σημίτης τους ικέτευε να δεχθούν την Ελλάδα στην ευρωζώνη – παρά το γεγονός ότι δεν πληρούσε τα κριτήρια της Συνθήκης του Μάαστριχ.

Επιπλέον, όλοι μπορούμε να συμφωνήσουμε ότι η νομική βάση για την έγερση θέματος κατοχικού δανείου είναι, στην καλύτερη των περιπτώσεων, εξαιρετική λεπτή και δύσκολη. Απ’ αυτή τη σκοπιά δεν δικαιολογείται ούτε η θριαμβολογική αρθρογραφία των ελληνικών ΜΜΕ ούτε φυσικά και η συνολική υποστήριξη (χωρίς δηλαδή τη διαφωνία έστω 1 βουλευτή!) των 300 της Βουλής για την έγερση εκ μέρους της ελληνικής κυβέρνησης του θέματος. Αυτή η κατάσταση θυμίζει τριτοκοσμικό μαζικό ολοκληρωτισμό και όχι μία Δυτική κοινωνία που βασίζεται στην κριτική σκέψη και τον πλουραλισμό.

Το θέμα γίνεται ακόμα πιο περίπλοκο αν αφήσουμε για λίγο πίσω μας «τους στενούς ορίζοντες του αστικού Δικαίου», που θα ‘λεγε ο Μαρξ και αναλογισθούμε τις ευρύτερες επιπτώσεις που θα είχε η έγερση από μία χώρα όπως την Ελλάδα, αιτημάτων που στην ουσία ανατρέπουν το μεταπολεμικό ευρωπαϊκό (και όχι μόνο) στάτους κβο. Διότι, όπως υποστηρίζουν πολλοί αναλυτές, το βαθύτερο νόημα της μεταπολεμικής Ένωσης της Ευρώπης έχει υπάρξει η λήθη του παρελθόντος. Η παγίωση, άρα, του status quo, που απέρρευσε από την 8η Μαΐου 1945. Αυτό το στάτους κβο έρχεται να υπονομεύσει η Ελλάδα σήμερα επιβεβαιώνοντας πλήρως τις απόψεις αναλυτών, όπως του Σάμιουελ Χάντιγκτον, ότι η χώρα μόνο πηγή προβλημάτων μπορεί να είναι για τη Δύση.

Ενα αίτημα π.χ. που θα έρθει αμέσως στην επιφάνεια, αν η Ελλάδα ανοίξει το κουτί της Πανδώρας, θα αφορά την εθνοκάθαρση των γερμανικών μειονοτήτων σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης μετά το τέλος του πολέμου και της ιδιοποίησης από τους ντόπιους των περιουσιών τους. Ούτε φυσικά θα μείνει και η Ελλάδα ανέπαφη από αυτό τον αναθεωρητισμό: Ενα από τα πρώτα θέματα που θα έρθουν αμέσως στο προσκήνιο θα είναι το θέμα των Τσάμηδων της Θεσπρωτίας και των περιουσιών τους.

Διερωτάται λοιπόν κανείς στη βάση ποιας ακριβώς λογικής επέλεξε η κυβέρνηση να ανακινήσει ένα θέμα του οποίου η ισχνή έως ανύπαρκτη νομική βάση ελάχιστα δικαιολογεί το τεράστιο κόστος που θα έχει για όλους -συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας- η υπονόμευση του μεταπολεμικού στάτους κβο. Πιστεύει πραγματικά η κυβέρνηση της Ελλάδας ότι θα έχει οποιαδήποτε διεθνή στήριξη αν ακολουθήσει αυτήν την -έτσι και αλλιώς- εξαιρετικά νομικά προβληματική οδό
πηγή: www.protagon.gr

Αρθρογράφος

blank
Τμήμα Ειδήσεων Hellas Press Media
Η Hellas Press Media είναι το πρώτο ενημερωτικό Δίκτυο που δημιουργήθηκε στην Ελλάδα. Αν θέλετε να ενταχθείτε στο Δίκτυο επικοινωνήστε στο info@hellaspressmedia.gr