92 χρόνια από τη μικρασιατική Καταστροφή: Η διάσπαση του μετώπου στο Αφιόν Καραχισάρ – Η αρχή του τέλους της ελληνικής παρουσίας στη Μικρά Ασία

15 Σεπτεμβρίου 201408:47

Γράφει ο  Ευστράτιος Χαραλάμπους

Η μικρασιατική καταστροφή αποτελεί, σύμφωνα με τη γνώμη πολλών ιστορικών, τη μεγαλύτερη εθνική καταστροφή, διότι είχε ως βασικό τραγικό αποτέλεσμα την εκρίζωση του ελληνικού στοιχείου της Μικράς Ασίας. Μελετώντας τις διάφορες πηγές και ιδιαίτερα των πρωταγωνιστών της τραγωδίας, πολιτικών και στρατιωτικών, που γράφτηκαν σε χρόνο που ήταν νωπές οι μνήμες των τραγικών γεγονότων της περιόδου 1919 – 1922 και στον απόηχο της εκτέλεσης των έξι στο Γουδί, διαπιστώνει κανείς ότι σχεδόν όλοι προσπαθούν να δικαιολογήσουν τα σφάλματά τους και να επιρρίψουν τις ευθύνες στην άλλη πλευρά.

Οι νικήτριες δυνάμεις του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, με την ισχνή τους στρατιωτική παρουσία στην περιοχή της Ανατολής, προσπαθούσαν να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντά τους και αναζητούσαν τη χώρα που θα αναλάμβανε το δύσκολο έργο της επιβολής των όρων της Συνθήκης ανακωχής του Μούδρου (17 Οκτωβρίου 1918 ) στην Τουρκία.

Η Ελλάδα στο πλευρό των νικητών υπό την ηγεσία του Βενιζέλου, που ήλθε στην εξουσία με τη δύναμη των γαλλικών όπλων και μετά από ένα φοβερό διχασμό της κοινωνίας και ιδιαίτερα του στρατεύματος, εκμαίευσε την εντολή των Συμμάχων χωρίς να εξασφαλίσει την έγγραφη στήριξή τους, το κυριότερο όμως δίχως να μελετήσει, σε σχέση με τις δυνατότητες της χώρας, την όλη επιχείρηση. Έτσι, μέσα σε κλίμα εθνικής αγαλλίασης, στις 2 Μαΐου 1919 το άγημα της 1ης Μεραρχίας αποβιβαζόταν στο λιμάνι της Σμύρνης και η Ελλάδα ριχνόταν στην τρίχρονη μικρασιατική περιπέτεια.

Το κυρίαρχο ερώτημα, που αβίαστα έρχεται στο μυαλό κάθε Έλληνα, είναι αν έπραξε καλώς η ελληνική κυβέρνηση να αναλάβει μόνη της, χωρίς ουσιαστική βοήθεια από τους Συμμάχους (Αγγλία – Γαλλία – Ιταλία – Entente) την αποστολή αυτή, που αποτελούσε «όνειρο» του Βενιζέλου από το 1915 παρά τις αρνητικές εισηγήσεις φίλων και αντίπαλων στρατιωτικών.

arthroma5

Περίοδος απραξίας – Κινήσεις τού Κεμάλ

Κατά την περίοδο της απραξίας (Μάιος 1919 – Νοέμβριος 1920) και υπό το άγρυπνο βλέμμα του εκπροσώπου του Ανωτάτου Συμμαχικού Συμβουλίου, Άγγλου ναυάρχου Μερντς, το σταδιακά ενισχυόμενο, από την ηπειρωτική Ελλάδα αλλά και από την επιτόπια στρατολογία, εκστρατευτικό σώμα της 1ης Μεραρχίας, άλλοτε με την έγκριση των συμμάχων και άλλοτε χωρίς, επεξέτεινε τη ζώνη κατοχής (για να αντιμετωπίσει τις αυξανόμενες επιδρομές των τουρκικών ανταρτικών σωμάτων-Τσέτες και να προστατεύσει τα συμμαχικά στρατεύματα και την ίδια την Πόλη από τα ανταρτικά τμήματα του Κεμάλ).

Ο τελευταίος αποβιβάστηκε με κάθε μυστικότητα στη Σαμψούντα στις 19 Μαΐου 1919 με εντολή του σουλτάνου, ως γενικός διοικητής της Ανατολής και με αποστολή να καταστείλει κάθε κίνημα εναντίον του σουλτάνου. Ο Κεμάλ πρώτα συγκέντρωσε τους στρατιωτικούς διοικητές στην Αμάσεια στις 18 Ιουνίου 1919 και τους έπεισε για τα σχέδιά του. Επόμενο βήμα τού Κεμάλ ήταν να προσδώσει πολιτική χροιά στο κίνημά του και προς τούτο άρχισε να περιδιαβαίνει την ελεύθερη τουρκική επικράτεια και να προσπαθεί να εμφυσήσει «εθνικό πνεύμα» στους κατοίκους της Ανατολίας, κατηγορώντας «τη δοτή κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης που παρέδωσαν τη χώρα στους κατακτητές». Ακολούθησαν το Συνέδριο του Ερζερούμ και η Συνέλευση της Σεβάστειας το Σεπτέμβριο του 1919.

Από τον Ιούνιο του 1919 μέχρι τέλη τού 1920, εξασφαλίζοντας οπλισμό από τις αποθήκες αφοπλισμού τις οποίες φύλαγαν οι Σύμμαχοι, εξουδετέρωσε τους αντίπαλους στρατιωτικούς (Αλί Γκαλίπ) και τους προερχόμενους από μειονοτικές ομάδες [Πόντιους, Αρμένιους, Κιρκάσιους και Τσερκέζους, με τους τελευταίους αρχικά συνεργάστηκε)] και αντιμετώπισε με επιτυχία τις δυνάμεις του σουλτάνου βοηθούμενες από τους Άγγλους. Οι αντιδράσεις κατά τού Κεμάλ εντάθηκαν μετά την έκδοση του Φετβά (εντολή θανάτου) στις 24 Μαΐου 1920 κατά τού Κεμάλ και των συνεργατών του.

Δυστυχώς την περίοδο αυτή, από τα μέσα τού 1919 μέχρι τα τέλη τού 1920, αν και στην ύπαιθρο της κεντρικής και δυτικής Μικράς Ασίας μαινόταν ένας ουσιαστικά εμφύλιος πόλεμος, η ελληνική κυβέρνηση, αντί να παραβλέψει τους συμμάχους, να προελάσει σε βάθος και να καταστρέψει τις δυνάμεις τού Κεμάλ, εξασφάλισε την έγκρισή τους για μερική προέλαση. Έτσι ο ελληνικός στρατός, με αρχιστράτηγο από το Φεβρουάριο του 1920 τον αντιστράτηγο Παρασκευόπουλο και έδρα του επιτελείου τη Σμύρνη, την περίοδο Ιούνιος – Αύγουστος 1920 επεξέτεινε τη γραμμή κατοχής μέχρι Πάνορμο – Προύσα – Φιλαδέλφεια – Ουσάκ.

Η οθωμανική κυβέρνηση, υπό τον Νταμάτ Φερίτ Πασά, πιεζόμενη από παντού και βλέποντας την ελληνική προέλαση, υπέγραψε τελικά στις 10 Αυγούστου 1920 τη θνησιγενή Συνθήκη των Σεβρών, με την οποία κατακερματιζόταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η συνθήκη αυτή που συνάντησε αντιδράσεις στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ, επικυρώθηκε μόνο από την Ελληνική Βουλή και για να επιβληθεί, απαιτούσε ένα νικηφόρο πόλεμο του ελληνικού στρατού κατά των τουρκικών δυνάμεων.

Στην αντίπαλη πλευρά συνεχιζόταν ο εμφύλιος πόλεμος και ο Κεμάλ, βρισκόμενος σε δύσκολη θέση -του ήλθε «θείο δώρο» η Συνθήκη των Σεβρών-, αμέσως συνέταξε προκήρυξη με την οποία κατήγγειλε το σουλτάνο και την κυβέρνησή του και καλούσε τον κάθε Τούρκο πατριώτη να συμμετάσχει στον αγώνα της ανεξαρτησίας από τους ξένους εισβολείς, αμέσως δε σχημάτισε προσωρινή κυβέρνηση με έδρα την Άγκυρα.
Ο Βενιζέλος, διαισθανόμενος τις δυσκολίες που θα ακολουθούσαν και αναζητώντας νωπή λαϊκή εντολή, προκήρυξε εκλογές για την 1η Νοεμβρίου 1920, στις οποίες καταποντίστηκαν οι Φιλελεύθεροι. Ακολούθησε η επάνοδος του βασιλέα Κωνσταντίνου μετά από δημοψήφισμα στις 20 Νοεμβρίου, η επιστροφή στις μονάδες και τα επιτελεία 1.500 απότακτων αξιωματικών, επί χρόνια μακριά από τις εξελίξεις και τα πεδία των μαχών, η απομάκρυνση των βενιζελικών αξιωματικών και η τοποθέτηση του αντιστράτηγου Παπούλα στη θέση του διοικητή της Στρατιάς.

arthroma1

Επιχειρήσεις

Η ελληνική κυβέρνηση, καίτοι είχε καταγγείλει την πολιτική της προηγούμενης, παγιδευμένη στη Συνθήκη των Σεβρών. Δεν τόλμησε την απεμπλοκή από τη Μικρά Ασία, συνέχισε την ίδια πολιτική, κάτω όμως από χειρότερες οικονομικές συνθήκες και με μεταστροφή της πολιτικής της Γαλλίας και Ιταλίας, οι οποίες χρησιμοποιούσαν ως πρόφαση την επάνοδο του βασιλέα, και παρασυρόμενη από τα ωραία λόγια του Άγγλου πρωθυπουργού Λουντ Τζωρτζ, συνέχισε τον πόλεμο.

Με τις επιχειρήσεις του Δεκεμβρίου 1920, του Μαρτίου και Ιουνίου τού 1921, δεν επιτεύχθηκε η ολοκληρωτική καταστροφή των τουρκικών δυνάμεων, κυρίως λόγω κακού σχεδιασμού, κακής εκτέλεσης και ανεπάρκειας των δυνάμεων. Η γραμμή κατοχής επεκτάθηκε μέχρι Εσκί Σεχίρ – Αφιόν, αλλά το πρόβλημα δεν επιλύθηκε, οι Τούρκοι αναθάρρησαν στο διπλωματικό τομέα και γίνονταν συνεχώς πιο αδιάλλακτοι.
Ακολούθησε η τραγική εκστρατεία του Σαγγαρίου (Ιούλιος – Σεπτέμβριος 1922), όπου ο ελληνικός στρατός, 300 χλμ. από το Εσκί Σεχίρ και 600 από τη Σμύρνη, κακώς τροφοδοτούμενος και συντηρούμενος λόγω επιμήκυνσης των γραμμών εφοδιασμού, έγραψε σελίδες δόξης, χωρίς όμως αντίκρισμα. Τελικά τέλη Αυγούστου, με 25 χιλιάδες απώλειες (νεκροί, τραυματίες, αγνοούμενοι), συμπτύχθηκε υποδειγματικά στη γραμμή Αφιόν – Εσκί Σεχίρ.

Την ίδια περίοδο, ο Κεμάλ, παράλληλα με τις επιχειρήσεις, σύναψε την πρώτη συνθήκη με τη Σοβιετική Ρωσία, με την οποία συζητούσε από τον Ιούνιο του 1919. Με τη συνθήκη αυτή έλυσε το Αρμενικό και εξασφάλισε τα νώτα του και ταυτόχρονα, υποσχόμενος ότι θα οργανώσει τη νέα Τουρκία στα πρότυπα της Σοβιετικής Ρωσίας, εξασφάλισε οικονομική βοήθεια 10,7 εκατ. τουρκικές λίρες και στρατιωτική σε οπλισμό, πυρομαχικά κ.λπ.. Ακολούθησε η αποχώρηση των Γάλλων από την Κιλικία και η Συνθήκη της Άγκυρας στις 20 Οκτωβρίου 1921, επακόλουθα της οποίας ήταν η αποδέσμευση δυνάμεων και η μεταφορά τους δυτικά, η χρήση του λιμανιού της Μερσίνας και της σιδηροδρομικής γραμμής μέχρι το Ικόνιο για ανεφοδιασμό. Την αποχώρηση των Γάλλων ακολούθησε η των Ιταλών από την κοιλάδα του Μαιάνδρου, περιοχή που κατέλαβε ο ελληνικός στρατός. Με τα χρήματα από τη Σοβιετική Ρωσία προμηθεύτηκε από Γαλλία – Ιταλία πολυβόλα, πυροβόλα, πυρομαχικά, αεροπλάνα και τα πρώτα οχήματα.
afieroma_hartis_1

Πτώση της μαχητικής ικανότητας

Η κατάσταση της Στρατιάς και ιδιαιτέρως στις μονάδες της πρώτης γραμμής, έβαινε διαρκώς προς το χειρότερο, η απραξία περίπου 11 μηνών και η αμυντική στάση είναι σίγουρο ότι επέδρασαν αρνητικά στη μαχητική της ικανότητα και πρωτίστως στο ηθικό.

Κυριότεροι λόγοι της μείωσης του ηθικού επίδρασης ήσαν οι εξής:

– Η αποτυχία της εκστρατείας του Σαγγαρίου και η παράταση του πολέμου.

– Η κάκιστη ενέργεια της κυβέρνησης να προαγάγει τα στελέχη, όχι με βάση την απόδοση στο πεδίο της μάχης, αλλά με βάση τις κομματικές προτιμήσεις.

– Η κατάργηση του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα, γεγονός που τροφοδότησε την ατιμωρησία και κλόνισε την πειθαρχία.

– Η διαφθορά που επικρατούσε στη Σμύρνη και στις άλλες πόλεις, πράγμα ασυμβίβαστο με το στρατιωτικό πνεύμα και την στρατιωτική δεοντολογία.

– Η οικονομική στενότητα της χώρας που είχε επίδραση στη διατροφή, ένδυση, στην πληρωμή των μισθών, αλλά και στη συντήρηση του υλικού και των μέσων.

– Ο Τύπος της εποχής (Αθηνών, Σμύρνης και Κωνσταντινούπολης) όλως περιέργως έφθανε και κυκλοφορούσε στις μονάδες, επίσης σε ορισμένες μεραρχίες εκδίδονταν εφημερίδες. Σε αυτά τα έντυπα υπήρχαν άρθρα για την ανάγκη εκκένωσης της Μικράς Ασίας. Η τουρκική προπαγάνδα επίσης μετέφερε εφημερίδες με αυτό το περιεχόμενο, στο μέτωπο.

– Η όξυνση των πολιτικών παθών στην Ελληνική Βουλή έφθασε μέχρι τις μονάδες και αναζωπυρώθηκε ο διχασμός μεταξύ των αξιωματικών. Αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης ήταν η ενασχόληση μέρους των αξιωματικών με αντικυβερνητικές ενέργειες, για τον έλεγχο της κατάστασης μετά την ολοκλήρωση της εκστρατείας. Την περίοδο αυτή της «αναζήτησης» τέθηκαν οι βάσεις του κινήματος Γονατά – Πλαστήρα, που εκδηλώθηκε μετά την εκκένωση της Μικράς Ασίας σε Χίο και Μυτιλήνη.

– Η δράση του διεθνισμού στη Μικρά Ασία επηρέασε το φρόνημα των στρατιωτών με τα αντιπολεμικά και αντιιμπεριαλιστικά συνθήματα. Ψυχή της αντιπολεμικής δράσης ήταν ο πρωτοετής φοιτητής της Νομικής και μέλος τού ΣΕΚΕ (Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδας), στρατιώτης από το 1920, Παντελής Πουλιόπουλος, ο οποίος μαζί με το Γιώργο Νικολή οργάνωσαν πυρήνες στις μονάδες, εξέδιδαν και διένειμαν την εφημερίδα «Ερυθρός Φρουρός».

artrhoma2

Προσπάθειες αυτονόμησης της Ιωνίας -Επιχείρηση κατάληψης της Κωνσταντινούπολης

Τέλη τού 1921, με την έναρξη της συζήτησης για την πιθανή εκκένωση της Μικράς Ασίας, άρχισαν να ανησυχούν οι Έλληνες της Πόλης και της Σμύρνης. Η βενιζελική οργάνωση «Εθνική Άμυνα» που είχε συσταθεί στην Πόλη από αξιωματικούς, επεκτάθηκε και στην Ιωνία, ως «Μικρασιατική Άμυνα», με στόχο την ανακήρυξη αυτόνομης Ιωνίας (την οποία μάς την προσέφεραν οι Σύμμαχοι στη Διάσκεψη του Λονδίνου το Φεβρουάριο του 1921, αλλά ο Γούναρης αρνήθηκε). Το κίνημα στηρίχθηκε από επιφανείς Σμυρναίους, το μητροπολίτη Χρυσόστομο, το νεοεκλεγέντα βενιζελικό Πατριάρχη Μελέτιο, εμμέσως από το Βενιζέλο και τον αρχιστράτηγο Παπούλα, στον οποίο προσφέρθηκε η αρχηγία μετά την άρνηση του Στεργιάδη. Τελικά, λόγω της αντίδρασης των συμμάχων και της απροθυμίας της κυβέρνησης, λόγω του ότι ήταν πρωτοβουλία βενιζελικών, ναυάγησε.

Η ζημιά που έκανε η υπόθεση αυτή στο ηθικό του στρατού, ήταν μεγάλη, διότι με τις συζητήσεις για τη δημιουργία του στρατού της αυτόνομης Ιωνίας, κυκλοφόρησε πρωτόκολλο στις μονάδες και δήλωναν όσοι ήθελαν να συμμετάσχουν στην προσπάθεια, με αποτέλεσμα να προστεθεί άλλο ένα πρόβλημα στις σχέσεις μεταξύ των στελεχών.

χαραΗ δεύτερη απόπειρα διεξόδου από το πρόβλημα ήταν η πρωτοβουλία του νέου αρχιστράτηγου Χατζανέστη για την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης, στις 16 Ιουλίου 1922. Αποτέλεσμα αυτής της σωστής σκέψης, που εμποδίστηκε από τους Συμμάχους, ήταν να στερηθεί το μέτωπο περίπου μία μεραρχία, που μεταφέρθηκε στη Θράκη και ουδέποτε επέστεψε, και να ασχοληθεί ο αρχιστράτηγος και το επιτελείο του επί δίμηνο με άλλα θέματα εκτός από το μέτωπο.

arthroma4

Προετοιμασίες για την τελική μάχη

Στο μέτωπο, οι δύο αντίπαλοι προετοιμάζονταν για την τελική μάχη, ο μεν Κεμάλ κωλυσιεργούσε στις όποιες διπλωματικές προσπάθειες για να κερδίσει χρόνο, η δε Στρατιά ασχολούνταν με την Κωνσταντινούπολη και μελέτες πιθανών γραμμών σύμπτυξης, που έμεναν όμως στα χαρτιά και ποτέ δεν έλαβαν σάρκα και οστά, λόγω της οικονομικής στενότητας και της ατολμίας της κυβέρνησης να αποφασίσει ποιο θα είναι το μέγεθος του παραχωρούμενου εδάφους στον Κεμάλ.

Η διάταξη του ελληνικού μετώπου μήκους 700 χιλιομέτρων ήταν με το σύνολο σχεδόν των δυνάμεων στην πρώτη γραμμή και με ελάχιστες εφεδρείες. Εκατέρωθεν του Αφιόν (με την εξέχουσα των πέντε χιλιομέτρων) ήταν το Α΄ Σώμα (Τρικούπης), και το Β΄ Σ.Σ., με μέρος μπροστά και το υπόλοιπο εφεδρεία. Συνολικά στην περιοχή Αφιόν (Α΄ – Β΄ Σ.Σ.) στην πρώτη γραμμή ήταν 37 τάγματα, 46 στην εφεδρεία, 262 πυροβόλα και 18 ίλες.

Η αμυντική οργάνωση δεν είχε ολοκληρωθεί καίτοι είχε περάσει ένας χρόνος από την κατάληψη της γραμμής. Είχαν οργανωθεί κέντρα αντιστάσεως (ΚΑ) αποτελούμενα από αλληλοϋποστηριζόμενα σημεία στηρίγματος (Σ.Σ.) και καλυπτόμενα από ένα τάγμα Πεζικού και Πυροβολικό. Ανά δύο – τρία ΚΑ, συνδέονταν σε υποτομείς με Διοίκηση Συντάγματος και Πυροβολικό.

Τα μειονεκτήματα του μετώπου, πλην βέβαια του μεγάλου αναπτύγματος, ήταν η εγγύτητά του (6 – 20 χλμ.) από τη γραμμή ανεφοδιασμού (σιδηρόδρομος), η έλλειψη τοπικού διοικητή μετά την κατάργηση από το Χατζανέστη των συγκροτημάτων μεραρχιών, η κακή αμυντική οργάνωση και η μειωμένη ασφάλεια των μετόπισθεν από τη δράση περίπου 800 – 1.000 Τσετών οργανωμένων σε μικρές ομάδες.

Στην αντίθετη πλευρά, ο Κεμάλ οργάνωνε μεθοδικά και εξόπλιζε τις δυνάμεις του με σύγχρονα όπλα, κήρυξε εθνική πανστρατιά και άπαντες προσέφεραν σε χρήμα και εργασία για την εθνική προσπάθεια. Οργάνωσε δύο στρατιές, την 1η Στρατιά με τρία Σώματα Στρατού και ένα Σώμα Στρατού Ιππικού προσανατολισμένη προς Αφιόν, τη 2η Στρατιά με δύο Σώματα και δύο Μεραρχίες μεταξύ Εσκί Σεχίρ και Αφιόν και ένα Σώμα Στρατού εφεδρεία.

Στις 7 Αυγούστου 1922 (παλαιό ημερολόγιο), ο Κεμάλ έφθασε μυστικά στο Ακσεχίρ, όπου ανέλυσε στους διοικητές το σχέδιο επίθεσης και καθόρισε ως ημέρα έναρξης της επίθεσης τη 13η Αυγούστου 1922.
Μετά την ολοκλήρωση με κάθε μυστικότητα των μετακινήσεων, στην περιοχή τού Αφιόν είχαν συγκεντρωθεί 15 μεραρχίες Πεζικού και τέσσερις μεραρχίες Ιππικού. Από αυτές, νότια του ποταμού Ακάρ, όπου ήταν η κύρια προσπάθεια, συγκεντρώθηκαν 12 μεραρχίες Πεζικού και τέσσερις Ιππικού, με 200 ελαφρά και 62 βαριά πυροβόλα. Πίσω ακολουθούσε το Β΄ Σ.Σ. ως εφεδρεία και ένα έμπεδο 30 χιλιάδων στρατιωτών για την άμεση αναπλήρωση των απωλειών. Από τη σύγκριση των δυνάμεων στην περιοχή της κύριας προσπάθειας, προκύπτει υπεροχή των Τούρκων κατά 57 τάγματα και 67 ίλες!

arthroma3

Τουρκική επίθεση της 13ης Αυγούστου 1922

Το σχέδιο του τουρκικού επιτελείου περιελάμβανε επίθεση για καθήλωση των Γ΄ και Β΄ Σ.Σ. και κύρια επίθεση νότια του ποταμού Ακάρ με την 1η Στρατιά, για διάρρηξη της τοποθεσίας και εισχώρηση στα μετόπισθεν με το Ιππικό για την καταστροφή των συγκοινωνιών και τη διακοπή των επικοινωνιών. Η ελληνική στρατιά και ιδιαίτερα το Α΄ Σ.Σ. είχαν μεν αιφνιδιαστεί στρατηγικά ως προς το μέγεθος των δυνάμεων και τη θέση της κυρίας προσπάθειας, όχι όμως τακτικά ως προς το χρόνο της επίθεσης.

Η εχθρική επίθεση άρχισε στις 05:00 της 13ης Αυγούστου με σφοδρή προπαρασκευή πυροβολικού και στις 05:30 με βολές καταστροφής με ταυτόχρονη προχώρηση του πεζικού.
Την προηγούμενη νύκτα, 12 – 13 Αυγούστου, το Ε΄ Σώμα Ιππικού, που είχε προωθηθεί, κατόρθωσε να προωθηθεί στο κενό του Τσαΐ Χισάρ χωρίς αντίδραση και με την έναρξη της επίθεσης βρέθηκε στα μετόπισθεν των αμυνομένων δυνάμεων. Τούτο αποτέλεσε μία από τις βασικές αιτίες διάσπασης του μετώπου.

Η κύρια προσπάθεια της 1ης Τουρκικής Στρατιάς (διοικητής ήταν ο Νουρεντίν Πασά, που είχε εκδιωχθεί από τη Σμύρνη το Μάιο του 1919) κατευθυνόταν προς το δεξιό της 4ης Μεραρχίας και στο αριστερό της 1ης, δηλαδή στο κενό τού Καγιάντιπι.

Μετά από σκληρό αγώνα με υπεροχή του τουρκικού Πυροβολικού, οι Τούρκοι πέτυχαν εισχώρηση με το Ιππικό στα μετόπισθεν, διακοπή των επικοινωνιών και της σιδηροδρομικής γραμμής, κατάληψη της πρώτης γραμμής χαρακωμάτων σε Μπελέντεπε, Τινάστεπε, Κιρτζάασλαν και τις προωθημένες θέσεις στο Καλετζίκ, όπου είχε αναλάβει τη διοίκηση ο Πλαστήρας.

Στην ελληνική πλευρά, το Α΄ Σ.Σ. στις 16:20 πληροφορήθηκε την εισχώρηση του τουρκικού Ιππικού, είχε διαθέσει όλες τις εφεδρείες του και ζήτησε από τη Στρατιά, η οποία αρνήθηκε διότι είχε διατάξει αντεπίθεση με το Β΄ Σ.Σ., που ουδέποτε έγινε. Όπως δεν έγινε και η αντεπίθεση της 1ης και 2ης Μεραρχιών στα πλευρά, αλλά ούτε και του Πλαστήρα τη νύκτα για ανακατάληψη του Καλετζίκ.

Από το πρωί της 14ης Αυγούστου ξεκίνησε εκ νέου η τουρκική επίθεση και μέχρι την 09:00 ώρα ο εχθρός κατέλαβε το ύψωμα 1310, ουδεμία αντεπίθεση από ελληνικής πλευράς εκτοξεύτηκε και τα τμήματα από το Καλετζίκ οπισθοχώρησαν ατάκτως προς το χωριό Έρικμαν, εγκαταλείποντας τα πυροβόλα, αφού προηγουμένως είχαν αφαιρέσει τα κλείστρα. Στον τομέα της 1ης Μεραρχίας, το αριστερό της (Τιλκί Κιρί Μπελ) κλονίστηκε και τα τμήματα υποχώρησαν άτακτα προς την πεδιάδα τού Μπαλ Μαχμούτ, το δεξιό της κρατούσε (Χασάν Μπελ) λόγω της σθεναρής αντίστασης των τμημάτων του 5ου Συντάγματος της 1ης Μεραρχίας. Η μη επίτευξη της κατάληψης του Χασάν Μπέλ από την 57η τουρκική Μεραρχία οδήγησε το συνταγματάρχη Ρεσάτ στην αυτοκτονία.

Στο στρατηγείο του Τρικούπη στις 10:00 η κατάσταση παρουσιαζόταν από πληροφορίες και από επιτελείς της 4ης Μεραρχίας τραγική και μη αναστρέψιμη και λόγω μη ύπαρξης άλλης εφεδρείας, αναγκάστηκε να εκδώσει διαταγή σύμπτυξης στη γραμμή Ντουζ Αγάτς – Αϊβαλί – Μπαλ Μαχμούτ – Κιοπρουλού – Καζλί Γκιολ Χαμάμ, η οποία δε λήφθηκε από την 1η Μεραρχία λόγω διακοπής των επικοινωνιών. Η τελευταία είχε ήδη συμπτυχθεί ανοργάνωτα μαζί με την 7η Μεραρχία, χωρίς διαταγή.

Κατά την κατάληψη της γραμμής σύμπτυξης, που είχε καθορίσει το Α΄ Σ.Σ. λόγω πολλών και διαφόρων παραγόντων, με βασικότερο την επιθυμία για φυγή, πραγματοποιήθηκαν συνεχή σφάλματα, λόγω της έλλειψης συνεργασίας μεταξύ των σχηματισμών και μονάδων και της συνεχούς παρουσίας του τουρκικού Ιππικού, το οποίο στράφηκε προς Βορρά κατά των νώτων των συμπτυσσόμενων ελληνικών μονάδων. Το κυριότερο όμως ήταν η μη κατάληψη από το απόσπασμα Πλαστήρα της θέσης που καθορίστηκε (νότια χωριού Κιοπρουλού), η προχώρησή του δυτικά και η μη επίτευξη σύνδεσης με το απόσπασμα Λούφα. Το κενό των πέντε χιλιομέτρων που δημιουργήθηκε, καταλήφθηκε από τον εχθρό και την επομένη με την έναρξη της σύμπτυξης της 4ης Μεραρχίας, αυτή αιφνιδιάστηκε και διασπάστηκε, με αποτέλεσμα να διασπαστεί το σύνολο των δυνάμεων, στην Ομάδα Τρικούπη που κινήθηκε προς Βορρά και στην Ομάδα Φράγκου, που κινήθηκε νότια, ασύντακτα και χωρίς επαφή με την άλλη ομάδα, όπου ήταν και ο διοικητής τους, ο στρατηγός Τρικούπης.
Η ομάδα του Τρικούπη, αφού έδωσε ανεπιτυχώς τη μάχη του Ιλπμουλάκ – Χαμούρκιοϊ στις 16 Αυγούστου, συνέχισε την πορεία της δυτικά και εγκλωβίστηκε στην κοιλάδα τού Αλή Βεράν. Εκεί στις 17 Αυγούστου έδωσε την τελευταία άνιση μάχη με περίπου έξι χιλιάδες άνδρες κατά τριών τουρκικών σωμάτων στρατού υπό την παρουσία τού Κεμάλ. Τελικά τη νύκτα ξέφυγε από τον κλοιό για να οδηγηθεί αργότερα στην αιχμαλωσία.
Η Ομάδα Φράγκου κινήθηκε προς τη χερσόνησο της Ερυθραίας, ακολουθούμενη από τους Έλληνες της Ιωνίας που εγκατέλειπαν τις εστίες των για να αποφύγουν τους Τσέτες που ρήμαζαν τα πάντα στο πέρασμά τους και τους Έλληνες λιποτάκτες στρατιώτες που τους συναγωνίζονταν στη θηριωδία κατά των Τούρκων κατοίκων. Στις 3 Σεπτεμβρίου 1922, ώρα 13:15, το τελευταίο ελληνικό τμήμα επιβιβαζόταν στον Τσεσμέ και οι μυημένοι αξιωματικοί με αρχηγό τον Πλαστήρα είχαν ήδη σχεδιάσει το Εθνικό Κίνημα κατά της νόμιμης κυβέρνησης.

Η καταδίωξη του Τούρκων δεν ήταν αποφασιστική, αυτούς τους ενδιέφερε η κατάληψη της Σμύρνης και η εξαφάνιση κάθε μη τουρκικού ίχνους της πόλης, και το πέτυχαν με την πυρκαγιά και την ολοκληρωτική καταστροφή της ελληνικής, αρμένικης και φράγκικης συνοικίας, εξαφανίζοντας τον κοσμοπολίτικο χαρακτήρα τής «Γκιαούρ Ιζμίρ» και μετατρέποντας το «στολίδι της Ιωνίας» σε μία ανατολίτικη πόλη.

arthroma5

Συμπεράσματα

Η διάσπαση του μετώπου τού Αφιόν, που έφερε την πλήρη αποσύνθεση του ελληνικού στρατού και την ήττα και οδήγησε στη βίαια έξοδο του χριστιανικού πληθυσμού της Ιωνίας (Ελλήνων και Αρμενίων), οφείλεται στους διάφορους παράγοντες που αναπτύχθηκαν παραπάνω, αλλά πρωτίστως στην:

– ανάληψη εκ μέρους της χώρας μας μιας αποστολής χωρίς μελέτη, σχεδιασμό, την εξασφάλιση ουσιαστικής υποστήριξης εκ μέρους των συμμάχων και χωρίς βαθειά γνώση των επιδιώξεών τους στην περιοχή.

– στρατιωτική και οικονομική, με την πάροδο του χρόνου, αδυναμία της χώρας να ολοκληρώσει το έργο στο πεδίο της μάχης.

– στην έλλειψη πολιτικής τόλμης της κυβέρνησης που προέκυψε με τις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920, να αποχωρήσει από τη Μικρά Ασία, διασώζοντας το ελληνικό στοιχείο της Ιωνίας από την εκδίωξη και την καταστροφή και την ανατολική Θράκη από την τουρκική κυριαρχία.

Τα κυριότερα διδάγματα της Μικρασιατικής Καταστροφής αφορούν σε:

– τις πολιτικές δυνάμεις, οι οποίες θα πρέπει σε κρίσιμες εθνικά καταστάσεις να παραμερίζουν το κομματικό συμφέρον, θέτοντας πάνω απ’ όλα το εθνικό συμφέρον.

– τις Ένοπλες Δυνάμεις, οι οποίες θα πρέπει να μένουν πολιτικά ανεπηρέαστες στην εκτέλεση της αποστολής, μη επιτρέποντας (κυβέρνηση και στρατιωτική ηγεσία) το πολιτικό φρόνημα να αποτελεί οδηγό στο χειρισμό του προσωπικού αφήνοντας στο περιθώριο την αξιοκρατία, τις ικανότητες και την προσωπικότητα του στελέχους.
Μυτιλήνη, 10 Σεπτεμβρίου 2014

    Βιβλιογραφία

    Κλεάνθους Μπουλαλά, «Η Μικρασιατική Εκστρατεία 1919 – ‘22», Αθήνα Οκτώβριος 1959.
    Ξεν. Στρατηγού, «Η Ελλάς εν Μικρά Ασία», Αθήνα 1925.
    Βίκτωρα Δούσμανη, «Η Εσωτερική όψις της Μικρασιατικής Εμπλοκής», Αθήνα 1928.
    «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., Αθήνα 1978.
    «Επίτομη Ιστορία της Εκστρατείας στη Μικρά Ασία», ΓΕΣ/ΔΙΣ, Αθήνα 2001.
    Γεωργίου Σπυρίδωνος, αντιστράτηγου ε.α., «Η Μικρασιατική Εκστρατεία όπως την Είδα», Αθήνα 1957.
    Σπύρου Μαρκεζίνη, «Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος», τόμ. Α΄, Αθήνα 1973.
    «Η Δίκη των Εξ», Εκδόσεις Πρωίας, Αθήνα 1931.
    Κώστα Αθάνατου (Κώστα Καραμούζη), δημοσιογράφου, «Το Εθνικόν Κίνημα Χίου και Μυτιλήνης», Αθήνα 1927.
    Ευστ. Δ. Λιώση, ταγματάρχη Πεζικού, «Πολεμική Ιστορία του 3ου Συντάγματος Πεζικού (1919 – 1922)», Αθήναι 1928, σ. 601.
    Ευάγελλου Λαχανόκαρδου, «Νέον Άπλετο Φως εις την Μικρασιατική Καταστροφή», Αθήνα 1928.
    Χρήστου Αγγελομάτη, «Χρονικόν Μεγάλης Τραγωδίας», Βιβλιοπωλείο της Εστίας, Αθήνα.
    «Τουρκικός Απελευθερωτικός Πόλεμος – Δυτικό Μέτωπο» (Türk İstiklal Harbi – Batı Cephesi), τόμ. Β΄, Στ΄ τμήμα, 1ο – 2ο βιβλ., Άγκυρα 1968.
    Fahri Belen, «Türk Kurtuluş Savaşı» (Τουρκικός Απελευθερωτικός Πόλεμος) Άγκυρα 1973.
    Galip Kemali Söylemezoğlu, «Hariciye Hizmetinde 30 Sene» (30 χρόνια στο ΥΠΕΞ), τόμ. Δ΄.
    Sabahattin Selek, «Anadolu İhtilali» (Η Επανάσταση της Ανατολής), τόμ. Β΄, Κωνσταντινούπολη 1987.
    Hülya Baykal, «Οι Γαλλο-τουρκικές Σχέσεις κατά τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας», περ. «Ο Δρόμος του Ατατούρκ», τόμ. Β΄, Πανεπιστήμιο της Άγκυρας.
    Καθηγητού Jaeschke, «Atatürk Anadolu’da» (Ο Ατατούρκ στην Ανατολή) Μετάφραση: Tevfik Bıyıklıoglu, Άγκυρα 1959.
    Mustafa Kemal Atatürk, «Nutuk» (Ομιλίες), τόμ. Β΄, Κωνσταντινούπολη 1969.
    Άρθρο του καθηγητού Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Κρήτης Γιώργου Μαργαρίτη στο ένθετο της εφημερίδας «Ελευθεροτυπία», «Σμύρνη – Μικρασία».
    Άρθρο στο διαδίκτυο του Erhan Büyükakıncı, με τίτλο «Σχέσεις με τη Σοβιετική Ένωση κατά τον Απελευθερωτικό Πόλεμο 1919 – ‘22».
    Βλάση Αγτζίδη, διδάκτορα Σύγχρονής Ιστορίας, περ. «Άρδην», τ. 38 – 39 Νοέμβριος 2002.
    Άρθρο στην εφημερίδα «Αυγή» του Κώστα Παπαδάκη, 12 Αυγούστου 2013.
    Ευχαριστώ τη Δημόσια Βιβλιοθήκη Μυτιλήνης, τη Βιβλιοθήκη του Δήμου του Αϊβαλή και το διδάκτορα-καθηγητή Φιλόλογο κ. Στρατή Αναγνώστου.

 

Αρθρογράφος

blank
Τμήμα Ειδήσεων Hellas Press Media
Η Hellas Press Media είναι το πρώτο ενημερωτικό Δίκτυο που δημιουργήθηκε στην Ελλάδα. Αν θέλετε να ενταχθείτε στο Δίκτυο επικοινωνήστε στο info@hellaspressmedia.gr